Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Βασικὴ θέση στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ ἱστορία, τὴν ὁποία ἀκούσαμε καὶ ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστῆ Ματθαῖο τὴν Ε΄ Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστή, κατέχει ἡ ἔννοια τῆς παρανομίας. Ὅλοι κατανοοῦμε καὶ γνωρίζουμε ὅτι παρανομία εἶναι ἡ ἀπείθεια πρὸς τοὺς νόμους, εἴτε τοὺς θείους, εἴτε τοὺς κοσμικούς, ἡ ὁποία δέχεται -κατὰ τὸν Ἀπόστολο Παῦλο- «τὴν ἔνδικον μισθαποδοσίαν». Ἀνὰ τοὺς αἰῶνες, πολλὰ συστήματα ἀπονομῆς τῆς δικαιοσύνης θέσπισαν μέτρα κατὰ τῆς παρανομίας γιὰ νὰ ἐπιβάλουν τὴν τάξη. Γιατί, ὅμως, ἡ παρανομία συνεχίζει νὰ ὑφίσταται; Δὲν ἀντιλαμβάνονται οἱ ἄνθρωποι τὰ δυσάρεστα ἀποτελέσματά της;
Μέσα ἀπὸ τὸ παράδειγμα τῶν Γαδαρηνῶν λαμβάνουμε τὶς κατάλληλες ἀπαντήσεις. Μᾶς ἐξιστορεῖ ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅτι ὁ Χριστὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τῶν Γαδαρηνῶν καὶ συνάντησε ἕναν ἄνθρωπο πολὺ ταλαιπωρημένο ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα. Ὁ Κύριός μας τὸν σπλαχνίσθηκε καὶ ἔβγαλε ἀπὸ αὐτὸν τὴν λεγεώνα τῶν δαιμονίων, στὰ ὁποῖα ἐπέτρεψε νὰ εἰσέλθουν στὸ κοπάδι τῶν χοίρων ποὺ ἔβοσκε στὴν περιοχή. Στὴ συνέχεια, μπροστὰ στὰ μάτια τῶν βοσκῶν, οἱ χοῖροι ὅρμησαν στὸν γκρεμὸ καὶ πνίγηκαν στὴν θάλασσα. Οἱ βοσκοί, τότε, ἔτρεξαν ἀμέσως νὰ κάνουν γνωστὸ τὸ γεγονός. Μαζεύτηκε, ἔπειτα, πλῆθος κόσμου ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἶδαν τὸν πρώην δαιμονισμένο ἤρεμο, ντυμένο καὶ κόσμιο. Καὶ τί εἶπαν στὸν Χριστό; «Σὲ εὐχαριστοῦμε πολὺ ποὺ εὐεργέτησες τὸν πάσχοντα συνάνθρωπό μας»; «Εὐχαριστοῦμε ποὺ λύτρωσες τὴν πόλη μας ἀπὸ τὶς ζημιὲς τῶν πονηρῶν πνευμάτων»; «Σὲ παρακαλοῦμε, μεῖνε κοντά μας νὰ μᾶς διδάξεις καὶ νὰ θεραπεύσεις καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἀρρώστους»; Ὄχι. Τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν εἶπαν. Καὶ τί εἶπαν; «Φύγε ἀπὸ τὴν πόλη μας», διότι φοβήθηκαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ἔβλαπτε τὰ συμφέροντά τους, τὰ ὁποῖα βασίζονταν στὴν παρανομία, καθὼς ἦταν παράνομη, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ νόμο, ἡ ἐκτροφὴ καὶ ἡ βρώση χοιρινοῦ κρέατος.
Ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται στὴν παρανομία γιὰ διάφορους λόγους. Ὁ εὔκολος πλουτισμὸς εἶναι ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὅπως εἴδαμε ἀπὸ τοὺς Γαδαρηνούς. Βέβαια, γιὰ τὸν εὔκολο πλουτισμὸ κάποιοι προβαίνουν καὶ σὲ ληστεῖες, σκεπτόμενοι: «Γιατί νὰ χρειαστεῖ νὰ καταβάλω τίμια καὶ κοπιαστικὴ ἐργασία προκειμένου νὰ βγάλω τὰ πρὸς τὸ ζῆν, ὅταν μία ληστεία μερικῶν ὡρῶν μπορεῖ νὰ μὲ κάνει πλούσιο;». Ἄλλος λόγος εἶναι οἱ κακὲς ἐπιθυμίες, αὐτὰ τὰ ἀνεξέλεγκτα «θέλω» ποὺ πολλὲς φορὲς κατευθύνουν τὴ ζωή μας, ἐνῶ θὰ ἔπρεπε νὰ τὴν κατευθύνει ὁ στόχος μας νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεό. Τέλος, στὴν παρανομία ὁδηγοῦν οἱ κακὲς συνήθειες καὶ ἡ προβληματικὴ ἀγωγή. Ὅταν ἕνας ἄνθρωπος ἔχει μεγαλώσει μὲ τὸ ἐλεύθερο ἀπὸ τοὺς γονεῖς του νὰ κάνει παρανομίες, ἢ ὅταν ἔχει μάθει νὰ ζεῖ κάνοντας παράνομες πράξεις, τότε, καθὼς δὲν ὑπάρχει πιὰ γιὰ ἐκεῖνον οὔτε ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης, μὲ μεγάλη δυσκολία θὰ κατάφέρει νὰ ζήσει σύμφωνα πρὸς τοὺς νόμους.
Ἡ ἔννομη ζωὴ εἶναι γιὰ τοὺς παράνομους «ἀνοησία». Σίγουρα, ὅμως, θὰ ἄλλαζαν γνώμη ἂν λάμβαναν σοβαρὰ ὑπ΄ ὄψιν τὶς συνέπειες τῆς παρανομίας, πρωτίστως στὸν ἴδιο τους τὸν ἑαυτό. Τὸ μεγαλύτερο κακὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἐξασφαλίσει ὁ παράνομος δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ ἄλλωστε μᾶς δίδαξε καὶ ὁ Χριστὸς σήμερα, φεύγοντας ἀπὸ τοὺς Γαδαρηνοὺς καὶ ἀφήνοντάς τους στὸ πνευματικὸ σκοτάδι καὶ στὸν ψυχικὸ θάνατο. Καὶ ἂν δὲν ὑπάρχει ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὴ ζωή μας, ἂν δὲν εἶναι δίπλα μας ὁ Θεὸς νὰ μᾶς κατευθύνει, τότε ἀναμφίβολα, ὅσο ψηλὰ καὶ νὰ φτάσουμε στὰ μάτια τοῦ κόσμου, στὴν πραγματικότητα ὁδηγούμαστε στὴν καταστροφή. Ἂν λάβουμε ὑπ’ ὄψιν τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελιστῆ Ἰωάννη ὅτι «ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον», καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν», τότε διαπιστώνουμε ὅτι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ αὐτομάτως φέρνει τὸν φόβο στὴ ζωὴ τοῦ παρανόμου. Πράγματι, ὁ παράνομος, ἀκόμη καὶ ἂν τὸ κρύβει καλά, διακατέχεται ἀπὸ τὸ αἴσθημα τοῦ φόβου, διότι ἀνὰ πάσα ὥρα καὶ στιγμὴ ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ ἢ τοῦ κράτους μποροῦν νὰ ἀνατρέψουν τὴν κατάσταση τῆς ζωῆς του. Ποιός, θὰ ἤθελε μία ζωὴ μέσα στὸν φόβο; Κανείς; Κι ὅμως, οἱ ἄνθρωποι ποὺ ἐπιλέγουν νὰ κάνουν τὴν παρανομία, ἐπιλέγουν νὰ ζήσουν μὲ φόβο τὸ ὑπόλοιπο τῆς σύντομης ζωῆς τους. Συγγενικὸ αἴσθημα μὲ αὐτὸ τοῦ φόβου εἶναι καὶ ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης. Ὁ ἔλεγχος τῆς συνείδησης γιὰ νὰ τὸ ποῦμε μὲ ἁπλὰ λόγια, εἶναι ἡ καλὴ φωνὴ μέσα μας ποὺ μᾶς ἐμποδίζει νὰ κάνουμε τὸ κακό, ἐνῶ ἂν δὲν τὴν ἀκούσουμε καὶ τὸ κάνουμε, μᾶς ἐλέγχει καὶ τραυματίζει τὴν καλὴ ψυχική μας διάθεση. Ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης γλιτώνει αὐτὸς ποὺ ἔχει φόβο Θεοῦ, ἐνῶ τραυματίζει τὸν ἔλεγχο τῆς συνείδησης αὐτὸς ποὺ ἔχει ἀποβάλει τελείως τὸν Θεὸ ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ἔχει καταντήσει «κτηνώδης ἢ δαιμωνιώδης». Ὡστόσο, γιὰ νὰ μὴν μακρυγοροῦμε, ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε τὰ λόγια τοῦ προφήτη Δαυίδ: «οἱ […] παράνομοι ἐξολοθρευθήσονται ἐπὶ τὸ αὐτό».
Αὐτὰ ἰσχύουν γιὰ τοὺς παρανόμους. Οἱ συνέπειες, ὅμως, τῆς παρανομίας, ἔχουν ἀντίκτυπο καὶ στὴν κοινωνία. Ἡ διαταραχὴ τῆς τάξης καὶ τῆς ἀσφάλειας εἶναι τὸ πρῶτο καὶ ἂν σκεφτοῦμε ὅτι τὰ δύο αὐτὰ ὁδηγοῦν στὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρηνικὴ ζωή, τότε κατανοοῦμε ὅτι ἡ παρανομία τραυματίζει τὴν ἴδια τὴν πρόοδο καὶ τὴν εἰρήνη τῆς κοινωνίας. Καὶ σὰν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, ἡ παρανομία ὁδηγεῖ σὲ περισσότερη παρανομία. Αὐτὸ συμβαίνει πρῶτον διότι ὁ παράνομος γίνεται τὸ κακὸ παράδειγμα, τὸ ὁποῖο, δυστυχῶς κάποιοι ποὺ δὲν ἔχουν ἰσχυρὰ ψυχικὰ ἀποθέματα, σπεύδουν νὰ μιμηθοῦν. Καὶ δεύτερον, διότι ὅταν ὑπάρχουν πολλὰ φαινόμενα παρανομίας σὲ μία κοινωνία, κάποιοι ἄνθρωποι ποὺ ἔχουν τὴν προδιάθεση καὶ τὴν ροπὴ στὴν παρανομία, αἰσθάνονται πιὸ ἄνετα νὰ παρανομήσουν καὶ οἱ ἴδιοι, ὅπως ὅταν σὲ μία μαζικὴ πορεία ὁ ἕνας βλέπει τὸν ἄλλο νὰ βανδαλίζει σπίτια ἢ καταστήματα, καὶ παίρνει θάρρος νὰ κάνει τὸ ἴδιο.
Ἀκούοντας ὅλα τὰ ἀνωτέρω, οἱ περισσότεροι σκεφτόμαστε: «γνωστὰ ὅλα αὐτά, ἀλλὰ ἐμεῖς τί σχέση ἔχουμε μὲ τὴν παρανομία, μιᾶς ποὺ εἴμαστε νομοταγεῖς πολίτες καὶ καλοὶ Χριστιανοί;». Κι ὅμως, ἂν κοιτάξουμε καλὰ μέσα μας, ἴσως διαπιστώσουμε ὅτι κι ἐμεῖς συχνὰ παραβαίνουμε τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ. Μᾶς κάνει μία παρατήρηση ὁ ἀδερφὸς καὶ ἀμέσως ἀπαντοῦμε εἰρωνικὰ ἢ σκεφτόμαστε πὼς θὰ τὸν μειώσουμε. Κοιτᾶμε πὼς θὰ ἐκδικηθοῦμε γιὰ κάποια ἀδικία ποὺ μᾶς ἔγινε. Κρίνουμε τὸν ἕναν ἢ τὸν ἄλλο. Εἶναι ὅλα αὐτὰ καὶ ἄλλα πολλὰ σύμφωνα μὲ τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Ὄχι. Ἄρα εἴμαστε παράνομοι ἐνώπιόν Του. Εἴμαστε παράνομοι ἐνώπιον Ἐκείνου ποὺ ἔγινε Ἄνθρωπος γιὰ ἐμᾶς, ἔπαθε γιὰ ἐμᾶς καὶ σταυρώθηκε. Ἄρα, κρύβεται ἴσως καὶ λίγη ἀγνωμοσύνη ἐνώπιόν Του. Ἑπομένως, ἂν θέλουμε καρδιακὰ νὰ πάψουν οἱ παρανομίες ποὺ συμβαίνουν στὴν κοινωνία καὶ διαταράζουν τὴν ἡρεμία μας, ἂν θέλουμε ἀκόμα τὰ παιδιὰ νὰ ὑπακοῦν τοὺς γονεῖς, καὶ γενικότερα νὰ ὑπάρχει ἡ εὐταξία καὶ ἡ πρόοδος, τότε πρέπει πρῶτα ἐμεῖς νὰ φροντίσουμε νὰ εἴμαστε ὑπάκουοι στοὺς νόμους τοῦ Θεοῦ. Σημειωτέον ὅτι ὅπως διδάσκει ὁ Ἀποστολο-ἐπίσκοπος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, «ἂν κάποιος τηρήσει ὅλον τὸν νόμο, ἀλλὰ παραβεῖ μία ἐντολή, θεωρεῖται παραβάτης ὅλου τοῦ νόμου». Θέλουμε νὰ ἀφήσουμε πίσω κάθε παράβαση καὶ νὰ ἀσκήσουμε τὴν ἀρετή; Ἔχουμε τὴν δυνατότητα μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Μᾶς φαίνεται δύσκολο νὰ ἐφαρμόσουμε τέλεια τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ; Τουλάχιστον ἂς ταπεινωθοῦμε ἐνώπιόν Του, καὶ ἂς μὴν κρίνουμε κανένα, διότι ἐκεῖνος ποὺ δὲν κρίνει, δὲν θὰ κριθεῖ. Καὶ ὅταν ἐμεῖς κάνουμε αὐτὴ τὴ μικρὴ θυσία στὸν Θεό, Ἐκεῖνος θὰ μᾶς εὐλογήσει γιὰ νὰ γίνουμε καὶ στὰ ὑπόλοιπα ὅπως πρέπει.
Ὁ Θεὸς μαζί μας!
Μετ’ εὐχῶν,
ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος