Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα κάποιος νέος πλησιάζει μὲ σεβασμὸ τὸν Κύριό μας κάνοντας τὴν ἑξῆς ἐρώτηση: «Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί καλὸ νὰ κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή;». Καὶ ὁ Χριστός, ἀρχικά, τὸν ρωτᾶ: «Γιατί μὲ λὲς ἀγαθό; Κανένας δὲν εἶναι ἀγαθός, παρὰ μόνο ἕνας, ὁ Θεός», δείχνοντάς του μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ὅτι ὁ Ἴδιος εἶναι ὁ Θεός. Καὶ συνεχίζει λέγοντας: «Ἂν θέλεις νὰ εἰσέλθεις στὴν ζωή, νὰ τηρεῖς τὶς ἐντολὲς τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. […] Μὴν φονεύσεις, μὴν μοιχεύσεις, μὴν κλέψεις, μὴν ψευδομαρτυρήσεις, νὰ δείχνεις τιμὴ καὶ σεβασμὸ στοὺς γονεῖς σου καὶ νὰ ἀγαπᾶς τὸν συνάνθρωπό σου ὅπως τὸν ἑαυτό σου». Ἡ ἀπάντηση τοῦ Χριστοῦ, πολὺ ἁπλὴ καὶ περιεκτική.
Οὐσιαστικά, μᾶς διδάσκει ὅτι ἂν τηροῦμε μὲ ἀγάπη τὶς ἐντολές, θὰ κερδίσουμε τὸν Παράδεισο. Τί πιὸ εὐχάριστο; Καὶ ὅμως, ὁ νέος δὲν μένει ἱκανοποιημένος, διότι αὐτὰ τὰ θεωρεῖ δεδομένα. Βεβαιώνει ὅτι τηρεῖ τὶς ἐντολὲς ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία καὶ ρωτᾶ ξανά: «τί ἐπιπλέον μοῦ λείπει;». Καταλαβαίνετε τί σημαίνει αὐτό; Ὁ νέος μπορεῖ νὰ τηροῦσε ὅλες τὶς ἐντολές, ἀλλὰ ἀκόμη αἰσθανόταν κενὸ στὴν ψυχή του, γιὰ αὐτὸ καὶ ἤθελε νὰ πάει ἕνα βῆμα πιὸ μπροστά.
Ἀφοῦ, λοιπόν, ἔδειξε αὐτὴ τὴν καλὴ πρόθεση, τότε ὁ Δεσπότης Χριστὸς τοῦ εἶπε: «ἂν θέλεις νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ δῶσ΄ τὰ στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἀποκτήσεις μισθὸ στὸν οὐρανό, καὶ ἕλα νὰ μὲ ἀκολουθήσεις». Λυπήθηκε ὁ νέος. Εἶχε, βλέπετε, κτήματα καὶ πλούτη πολλὰ καὶ δὲν ἦταν σὲ θέση νὰ κάνει αὐτὸ τὸ τόσο μεγάλο βῆμα νὰ δώσει τὰ πάντα στοὺς φτωχούς. Ἔτσι, λοιπόν, ἔφυγε στενοχωρημένος ἀπὸ τὸν Κύριό μας καὶ πῆρε τὸν δρόμο του.
Ἡ συμπεριφορὰ αὐτὴ τοῦ πλουσίου νέου μᾶς θυμίζει ἔντονα ἕνα διαχρονικό, δυσάρεστο φαινόμενο. Ἄνθρωποι χριστιανοί, λαϊκοὶ καὶ Κληρικοί, συμβουλεύονται τὸν πνευματικό, ἀλλὰ μόλις ὁ πνευματικὸς τοὺς δώσει ἀπάντηση ποὺ δὲν ἱκανοποιεῖ τὰ «θέλω» τους, στρέφουν τὴν πλάτη καὶ παίρνουν τὸν δικό τους δρόμο, ἀναζητῶντας ἕνα περιβάλλον ὅπου τὸ Εὐαγγέλιο εἶναι «κομμένο καὶ ραμμένο» στὰ μέτρα τοῦ καθενός. Ἀγνοοῦν, δυστυχῶς, ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἰατρεῖο ψυχῶν. Καὶ ὡς ἰατρεῖο ψυχῶν καλεῖται νὰ θεραπεύει τὶς ψυχὲς μὲ τὸν δικό της τρόπο καὶ ὄχι νὰ προσαρμόζεται στὶς ἀσθένειες, ἀφήνοντάς τες ἀθεράπευτες νὰ μολύνουν τὸ ἅγιο περιβάλλον της.
Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Κύριος τὸν πλούσιο νὰ φεύγει, δίδαξε τοὺς Μαθητὲς ὅτι πιὸ εὔκολα τὸ χοντρὸ καραβόσκοινο θὰ περάσει ἀπὸ τὴν τρύπα τῆς βελόνας, παρὰ ὁ πλούσιος θὰ εἰσέλθει στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
Δηλαδή; Κάποιος ποὺ μὲ σκληρὴ καὶ τίμια ἐργασία κατάφερε νὰ συγκεντρώσει τὴν περιουσία του, εἶναι γιὰ τὴν Κόλαση μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ εἶναι πλούσιος; Ἀσφαλῶς καὶ ὄχι. Ὅπως τὸ νὰ εἶναι κανεὶς φτωχός, δὲν σημαίνει ἀπαραίτητα ὅτι θὰ εἰσέλθει στὸν Παράδεισο, ἔτσι τὸ νὰ εἶναι κανεὶς πλούσιος δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καταδικασμένος γιὰ τὴν Κόλαση.Ἑπομένως, τί ἐννοεῖ ἐδὼ ὁ Κύριος;
Ὁ Χριστὸς ἀναφέρεται κατὰ κύριο λόγο στὴν προσκόλληση στὰ χρήματα, καὶ κατ’ ἐπέκταση στὴν κακὴ διαχείριση τοῦ πλούτου, στὴν πλεονεξία καὶ στοὺς πολλοὺς πειρασμοὺς ποὺ συνοδεύουν τὸν πλοῦτο, στοὺς ὁποίους ἂν κάποιος πέσει, ἀποδυναμώνονται οἱ ἠθικὲς δυνάμεις τῆς ψυχῆς του.
Ὡστόσο, ἡ προσκόλληση, ἡ πλεονεξία καὶ ἡ κακὴ διαχείριση δὲν εἶναι πάθη μόνο πλουσίων, ἀλλὰ καὶ πολλῶν πτωχῶν. Σκοπός, ἑπομένως, τοῦ Κυρίου μας δὲν εἶναι νὰ κάνει διαχωρισμὸ ἀνάμεσα σὲ φτωχοὺς καὶ πλουσίους. Ἄλλωστε, ὁ πλούσιος ποὺ διαχειρίζεται τὰ χρήματά του μὲ χριστιανικὴ διάκριση, μπορεῖ πολλὰ ἀγαθὰ νὰ προσφέρει στὴν κοινωνία καὶ νὰ ἀποταμιεύσει θησαυρὸ στὴν «τράπεζα» τοῦ οὐρανοῦ. Βεβαίως, ἡ ἐντολὴ τῆς ἐλεημοσύνης δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὴν ποσότητα τῶν χρημάτων. Οὔτε ὁ πλούσιος, ἀλλὰ οὔτε καὶ ὁ φτωχὸς ἐξαιρεῖται ἀπὸ αὐτῆν. Σκοπὸς τοῦ Κυρίου στὸ σημερινὸ ἀνάγνωσμα εἶναι νὰ τονίσει τὴν ἀνάγκη γιὰ ἐλευθερία.
Ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ἐξ ἀρχῆς στὸν πλούσιο νὰ ἀφήσει ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, παρὰ μόνο ὅταν ὁ νέος θέλησε κάτι περισσότερο ἀπὸ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Τότε, ὅμως, ὅταν ἦρθε ἡ στιγμὴ νὰ κάνει ἕνα βήμα πιὸ μπροστά, ἀποδείχθηκε δοῦλος τῶν χρημάτων, φάνηκε, δηλαδή, ὅτι τοῦ ἔλειπε ἡ ἀληθινὴ ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία δίνει τὴν δυνατότητα στὸν καθένα μας νὰ γίνει τέλειος, νὰ ἀφήσει τὰ πάντα πίσω του καὶ νὰ ἀκολουθήσει ἀνιδιοτελῶς τὸν Χριστὸ ὡς μαθητής Του.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ διακρίνεται ἡ μεγάλη ἀξία τοῦ Μοναχισμοῦ. Ὁ Μοναχὸς ὅταν μπαίνει στὸ Μοναστήρι, ἀφήνει πίσω του ὅλα τὰ κοσμικά. Μέχρι καὶ τὸ ὄνομά του ἀλλάζει, ὥστε νὰ εἶναι τελείως ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὸ παρελθὸν καὶ τὸν κόσμο. Ἔτσι, ἐλεύθερος, μπορεῖ νὰ ἐργάζεται μὲ τέλεια ἀφοσίωση καὶ ὑπακοὴ τὸ Θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ αὐτό, κρίνεται ἰδιαίτερα σημαντικὸ στὴν ἐποχή μας νὰ ἀναδειχθοῦν νέοι Μοναχοὶ καὶ νέες Μοναχές, πλήρως ἀφοσιωμένοι. Αὐτοὶ φωτίζονται ἀπὸ τοὺς Ἀγγέλους καί, κατόπιν δίνουν τὸ φῶς σὲ ὅλους τοὺς πιστούς. Δυστυχῶς, ὅμως, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Κύριος, «δὲν εἶναι ὅλοι σὲ θέση νὰ δεχθοῦν αὐτὸν τὸν λόγο, ἀλλὰ ἐκεῖνοι στοὺς ὁποίους τὸ ἔχει δώσει ὁ Θεός».
Πέρα ἀπὸ τὴν δυνατότητα ποὺ μᾶς δίνει ἡ ἐλευθερία νὰ γίνουμε τέλειοι, αὐτὴ ἀποτελεῖ τὴν προϋπόθεση νὰ εἰσέλθουμε στὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Αὐτὸ σημαίνει δύο πράγματα.
Ἀφενός, πρὶν κλείσουμε αἰωνίως τὰ μάτια μας πρέπει νὰ ἔχουμε συγχωρέσει ἀπὸ τὴν καρδιά μας τὸν κάθε ἕνα ποὺ μᾶς ἀδίκησε, μᾶς ἔβρισε, μᾶς χτύπησε, μᾶς συκοφάντησε. Ἀφετέρου, πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε ὅ,τι ἔχουμε στὴν κατοχή μας. Ἔχουμε στὴν κατοχή μας πρῶτον ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ δεύτερον πάθη καὶ ἀδυναμίες. Τὰ μὲν πρῶτα ὀφείλουμε νὰ τὰ τακτοποιήσουμε στοὺς συνανθρώπους μας ποὺ μένουν πίσω, τὰ δὲ δεύτερα νὰ τὰ καταθέσουμε στὸ πετραχήλι τοῦ πνευματικοῦ. Ἔτσι, ἐλεύθεροι, θὰ ὁδηγηθοῦμε στὸν Θεό μας.
Μετ’ εὐχῶν,
Ὁ Ἐπίσκοπός σας,
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος