«Καὶ ὅτε ἀπῆλθον ἐπὶ τὸν τόπον τὸν καλούμενον Κρανίον, ἐκεῖ ἐσταύρωσαν αὐτὸν καὶ τοὺς κακούργους, ὃν μὲν ἐκ δεξιῶν, ὃν δὲ ἐξ ἀριστερῶν. [...] Εἷς δὲ τῶν κρεμασθέντων κακούργων ἐβλασφήμει αὐτὸν λέγων· Εἰ σὺ εἶ ὁ Χριστός, σῶσον σεαυτὸν καὶ ἡμᾶς. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ ἕτερος ἐπετίμα αὐτῷ λέγων· Οὐδὲ φοβῇ σὺ τὸν Θεόν, ὅτι ἐν τῷ αὐτῷ κρίματι εἶ; καὶ ἡμεῖς μὲν δικαίως· ἄξια γὰρ ὧν ἐπράξαμεν ἀπολαμβάνομεν· οὗτος δὲ οὐδὲν ἄτοπον ἔπραξε.»
Διαχρονικά συγκλονιστικό το κήρυγμα του Ευαγγελίου, η αλήθεια της πίστεως μας. Ένας ληστής, ο οποίος λόγω των αδικιών του οδηγήθηκε στη σταύρωση εκ δεξιών του Σωτήρος, μετανόησε και αξιώθηκε να κερδίσει τον Παράδεισο. Δίκαιο τον έχει ονομάσει η σοφία της Εκκλησίας μας τον ληστή εκείνο, διότι μέσα σε μιά στιγμή αποτίναξε το βάρος των αδικιών του και μας παρέδωσε ένα τρανό κήρυγμα δικαιοσύνης, διδάκοντας μας τις δύο πτυχές της. Η πρώτη πτυχή στηρίζεται στο να απολαμβάνει κανείς το αντίκτυπο των πράξεων του∙ αποδέχθηκε ο ληστής, ότι εφόσον στη ζωή του «παρέβη και παρήκουσε τον νόμο», άξια «έλαβε την ένδικον μισθαποδοσίαν». Η δεύτερη πτυχή στηρίζεται στο ότι η δικαιοσύνη είναι συνυφασμένη με την δίκαιη κρίση∙ έλεγξε ο εκ δεξιών τον εξ αριστερών, διότι έβλεπε ότι ακόμη πάνω στο βασανιστήριο του Σταυρού, εκείνος παρέμενε αμετανόητος, άδικος και ασεβής.
Άλλωστε, ο δίκαιος έλεγχος είναι συνυφασμένος με την δικαιοσύνη σύμφωνα με τον Σοφό Σολομώντα: «στόμα δικαίου μελετήσει σοφίαν, καὶ ἡ γλῶσσα αὐτοῦ λαλήσει κρίσιν». Το ρητό αυτό το ψέλνουμε στα απόστιχα του Εσπερινού των Αγίων Ιεραρχών. Οι Άγιοι αυτοί Ιεράρχες θεωρούσαν τον δίκαιο έλεγχο τόσο θεραπευτικό, ώστε να θεσπίσουν αυστηρούς ελέγχους της παρανομίας όχι σε κάποια άλλη περίοδο, αλλά στην πνευματικώτερη του έτους, την Μεγάλη Σαρακοστή και την ακόλουθη Μεγαλοβδομάδα. Συγκεκριμένα, την Α΄ Κυριακή των Νηστειών εκφωνούμε τα αναθέματα στους αιρετικούς λυκοποιμένες, ενώ στην πλέον κατανυκτική ακολουθία του Νυμφίου, στον Όρθρο της Μεγάλης Τρίτης, ακούμε από το πράο και μειλίχιο στόμα του Χριστού τα επτά φοβερά «οὐαὶ» προς τους γραμματείς και Φαρισαίους.
Με μια επιφανειακή και ασυλόγιστη κρίση, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε «κακούς» τους Αγίους Πατέρες που θέσπισαν τα αναγνώσματα κατ' αυτόν τον τρόπο, με το επιχείρημα ίσως ότι σκανδαλίζονται οι άνθρωποι που προσέρχονται στην Εκκλησία για να ακούσουν το κήρυγμα της αγάπης. Δυστυχώς, όμως, αδελφοί μου, δεν είναι έτσι τα πράγματα. Οι Άγιοι Ιεράρχες, αλλά και πιό πίσω, οι Απόστολοι, αλλά και ο Ίδιος ο Χριστός, έχοντας την ευθύνη της διαποίμανσης των λογικών προβάτων, έβλεπαν τις καταστάσεις πιό καθαρά από την αντίληψη του κόσμου. Για αυτό άπειρες φορές μιλούσαν είτε ελεγκτικά, είτε παραινετικά, είτε παρηγορητικά ακόμη, και πολλοί δεν τους καταλάβαιναν και παρερμήνευαν τα λόγια τους σύμφωνα με την δική τους ψυχική κατάσταση.
Ωστόσο, παρά την παρερμηνεία του κόσμου, και την ενόχληση τους, εκείνοι δεν έπαυαν να ελέγχουν. Γνώριζαν ότι η γλώσσα της δικαιοσύνης καίει μεν, θεραπεύει δε, όπως ακριβώς κι ο καυτηριασμός του σώματος. Το στόμα, λοιπόν, του δικαίου δεν μπορεί να φιμώσει, διότι ο δίκαιος έλεγχος αποσκοπεί στην αποκατάσταση της τάξης και της αρμονίας. Μήπως άραγε, αυτό δεν ήθελε και ο Χριστός όταν εξαπέλυε τα «οὐαὶ», ή όταν με το φραγγέλιο έδινε τέλος στην παρανομία εκείνων που με πρόσχημα την Θεία Λατρεία εργάζονταν για τον προσωπικό τους πλουτισμό, έχοντας στήσει τους πάγκους τους στο Ναό; Μήπως άραγε, αυτό δεν θέλει και ο κάθε γονιός; Ας κοιτάξουμε καλά το εξής παράδειγμα∙ στου δικαίου το σπίτι επικρατεί η τάξη διότι ελέγχει με αυστηρότητα τα παιδιά του κάθε φορά που παραστρατούν, ενώ στου αδίκου η αταξία, διότι δεν θέλει να ενοχλεί τα παιδιά. Ας κοιτάξουμε τώρα την εντύπωση που προξενεί τόσο ο δίκαιος όσο και ο άδικος στους γείτονες του∙ ο μεν είναι ο κακός και αυστηρός, ο δε είναι ο καλός και προσηνής. Σύμφωνα με τον Άγιο Νεκτάριο, αυτοί που κρίνουν το καλό ως πονηρό και το πονηρό ως αγαθό είναι και οι ίδιοι άδικοι.
Θα πει κάποιος: «Σωστά τα λες. Αλλά γιατί τα αναθέματα, το φραγγέλιο και τα «οὐαὶ» να ακούγονται ενώπιον εκκλησίας μεγάλης; Δεν αντίκειται αυτό στο κήρυγμα της αγάπης; Δεν θα ήταν πιό φρόνιμο να γίνει ο έλεγχος κατ' ιδίαν»;
Την απάντησει την φωνάζει περίτρανα το Ευαγγέλιο: «ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου· [...] ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο [...] Ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ»
Δυστυχώς, απ' ό,τι φαίνεται διαχειριζόμαστε τον νόμο της αγάπης κατά το δοκούν. Είμαστε ικανοί εν ονόματι της αγάπης να ισωπεδώσουμε την δικαιοσύνη, αγνοώντας ότι η δικαιοσύνη πηγάζει από το αίσθημα της αγάπης. Εάν κάποιος στερείται την αγάπη, γιατί να επιθυμεί το κοινό καλό που φέρνει η δικαιοσύνη;
Το ευαγγελικό ανάγνωσμα που περιλαμβάνει τα ελεγκτικά «οὐαὶ» του Χριστού στους Φαρισαίους είναι απόδειξη ότι η δικαιοσύνη και η αγάπη συμπορεύονται. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Ληστής έλαβε φρικτό τέλος ως αντίκτυπο των πράξεων του (διότι μάλλον δεν θα είχε κάποιον να του υποδείξει εγκαίρως τις συνέπειες της αδικίας). Το ίδιο λοιπόν, θα συνέβαινε αργά ή γρήγορα, σε αυτή ή την άλλη ζωή με τους Φαρισαίους∙ θα οδηγούνταν με ακρίβεια στην καταστροφή, τόσο οι ίδιοι, όσο και οι μαθητές τους, οι οποίοι τους πλησίαζαν για να βρουν θεραπεία, αλλά τελικά γίνονταν εξ ολοκλήρου παράλυτοι. Ο Χριστός, λοιπόν, «ὃς πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν», ήθελε χάρη στην αγάπη Του, την σωτηρία και των Φαρισαίων. Για τον λόγο αυτό τους έλεγξε προσωπικά αρκετές φορές. Όταν όμως Του έδειξαν ότι ο προσωπικός έλεγχος -ακόμη κι αν προέρχεται από τον Θεό- δεν είναι δυνατός να νικήσει την πώρωση της καρδιάς τους, τότε ο Χριστός άφησε προς στιγμήν την εικόνα της πραότητας και τους έλεγξε δημόσια με βαρύτατους χαρακτηρισμούς. Οι Απόστολοι είδαν, τότε, τον Γλυκύτατο Διδάσκαλο τους να αντιμετωπίζει με οργή τους ευσεβοφανείς, τους υποκριτές, τους δήθεν υπηρέτες του Θεού. Δεν ήταν όμως οργή αμαρτίας, αλλά οργή δικαιοσύνης. Δεν το λέει άλλωστε και ο Δαβίδ; «Ὀργίζεσθε καί μή ἁμαρτάνετε».
Ας προχωρήσουμε λίγο ακόμη. Σε κανένα «ουαί» ο Χριστός δεν ανέφερε όνομα. Κι αυτό γιατί; Διότι ακριβώς ήθελε να στιγματίσει την αδικία, όχι κάποιον συγκεκριμένο Φαρισαίο. Την αμαρτία δεν ανεχόταν. Τον Φαρισαίο τον αγαπούσε. Άλλωστε, και για εκείνον ήρθε να σταυρωθεί.
Αξίζει στο σημείο αυτό να σημειωθεί, ότι ο Χριστός είχε στο κοντινό του περιβάλλον Φαρισαίους Μαθητές, τον Ιωσήφ και τον Νικόδημο, έλεγξε όμως όλους τους Φαρισαίους γενικά. Ας δούμε τον σύνδεσμο της Αγάπης∙ οι δύο Μαθητές δεν πήγαν να παραπονεθούν στον Δάσκαλο τους ότι τους κατηγόρησε κι εκείνους. Έδειξαν κατανόηση, διότι γνώριζαν την κατάσταση που επικρατούσε. Αλλά και αν ακόμη δεν γνώριζαν, σε καμία περίπτωση δεν θα έσπευδαν να επιτεθούν στον Χριστό, αλλά, δίκαιοι όντες, με ταπείνωση θα ρωτούσαν να μάθουν τι ήταν αυτό που οδήγησε τον Διδάσκαλο τους, ο Οποίος ποτέ δεν τους απογοήτευσε, να φερθεί κατ' αυτόν τον τρόπο. Βλέπετε, αδελφοί μου, εκείνοι οι σώφρονες είχαν διάκριση, είχαν αγάπη, δεν σχημάτιζαν άποψη και κρίση δίχως να έχουν γνώση. Με μιά λέξη, είχαν δικαιοσύνη. Σε αντίθεση με τους αδίκους που μας παρουσιάζει ο Σολομών να λένε μεταξύ τους: «ἐνεδρεύσωμεν δὲ τὸν δίκαιον, ὅτι δύσχρηστος ἡμῖν ἐστι καὶ ἐναντιοῦται τοῖς ἔργοις ἡμῶν καὶ ὀνειδίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα νόμου καὶ ἐπιφημίζει ἡμῖν ἁμαρτήματα παιδείας ἡμῶν».
Ιδιαιτέρως την περίοδο αυτή που στην Ακολουθία του Όρθρου η Εκκλησία μας προτρέπει: «δικαιοσύνην μάθετε, οἱ ἐνοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς», ας προσπαθήσουμε να μιμηθούμε τα πρότυπα της δικαιοσύνης, διότι θα είναι κρίμα να φύγουμε από αυτήν την πρόσκαιρη ζωή, όπου είμαστε απλοί ενοικιαστές με την δικαιοσύνη μας να είναι «ὡς ράκος ἀποκαθημένης».
Καλό υπόλοιπο της Μεγάλης Σαρακοστής!