2b.jpg

Διεύθυνση

Ἱερά Μητρόπολις Ἀττικῆς καί Βοιωτίας
Δημοκρίτου 18, Ἀχαρναί, 136 71 
Τηλ. 210 2466385
Email: Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε./ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

 

Αναζήτηση άρθρων

Κείμενο
Από
Έως

«Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ συνεχιστὴς τῆς πατρῴας ἡμῶν Παραδόσεως» (1846-1920)

Πέμπτη21Νοέμβριος2019

«Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς, ὁ συνεχιστὴς τῆς πατρῴας ἡμῶν Παραδόσεως» (1846-1920)

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Ποιμενάρχου μας Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας κ. Χρυσοστόμου

Σύντομο ἀφιέρωμα ἐπὶ τῇ ἑκατονετηρίδι ἀπὸ τῆς ὁσιακῆς κοιμήσεως τοῦ Ἁγίου 1920-2020

 «…καθ’ ἑκάστην μακαρίζω τοὺς ἀφιερωθέντας τῷ Θεῷ καὶ ἐν αὐτῷ ζῶντας καὶ κινουμένους καὶ ὄντας. Τί ἀληθῶς τῆς πολιτείας ταύτης τιμιώτερον ἢ τί λαμπρότερον; Αὕτη καλλιτεχνεῖ τὴν εἰκόνα καὶ προσδίδει αὐτῇ τὸ ἀρχέτυπον κάλλος, αὕτη εἰς μακαριότητα ἄγει, αὕτη μυστήρια ἀποκαλύπτει, αὕτη διδάσκει, αὕτη ἔναυλον τῇ καρδίᾳ τὸν θεῖον λόγον ποιεῖ, αὕτη ἀσφαλῶς πρὸς τὸ ποθεινότατον τέλος ἄγει, αὕτη οὐρανοβάμονα τὸν ἄνθρωπο καθιστᾶ, αὕτη μελωδίαν ἄπαυστον τὴν ἀναπνοὴ ἀπεργάζεται, αὕτη ἁρμονίαν τὸν βίον ἅπαντα ἀναδεικνύει, αὕτη τοῖς ἀγγέλοις συνάπτει, αὕτη θεοείκελον τὸν ἄνθρωπον ἐμφαίνει, αὕτη τὸ θεῖον προσοικειοῦται..».

Αὐτὸ μὲ ἀπόλυτη εἰλικρίνεια ὁμολογοῦσε γιὰ τοὺς Μοναχοὺς καὶ Ἀσκητές ὁ μιμητὴς τῶν Ἁγίων προτύπων, ὁ σημειοφόρος αὐτὸς ἄνδρας τῆς ἐποχῆς μας, Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς (Ματθαιάκης, 1985 1). Σὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν πεποίθηση βάσιζε τὴ θεωρία του, ποὺ καθιστοῦσε τὸν ἀφιερωμένο στὸν Θεὸ Ἀσκητὴ, ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ἀξιωματοῦχο. Πρόκειται γιὰ θέση ἀνατρεπτικὴ γιὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἁγίου ποὺἀποκαλύπτει -μεταξὺ ἄλλων- τὴν ἰδιαιτέρως στοχευμένη καὶ εὐεργετικὴ παρουσία καὶ δραστηριοποίησή του κατὰ τοὺς χαλεποὺς καιρούς μας ὑπὲρ τῆς δύσμοιρης καὶ πρὸ πολλοῦ «δυτικοκρατούμενης» Ἑλλάδας. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος δὲν χαρακτηρίστηκε Ἅγιος τοῦ αἰώνα, ἐπειδὴ ἁπλὰ ἔζησε καὶ ἁγίασε στὰ χρόνια μας, ἀλλὰ γιατί ὑπῆρξε ἐπίκαιρα διορατικός· προέβλεψε τὶς μεγάλες σύγχρονες ἀπειλὲς καὶ τοὺς ὕπουλους κινδύνους γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία στὸν τόπο μας καὶ τὸν εὐρύτερο Ἑλληνισμὸ, καὶ ἐργάστηκε ἀφοσιωμένα καὶ ὁλοκληρωτικὰ γιὰ τὴν καταστολή τους. Αὐτὰ ἀκριβῶς τὰ στοιχεῖα, ἡ ἐπίγνωση τῆς κρισιμότητος τῆς περιόδου ποὺ διανύουμε καὶ τῶν κινδύνων ποὺ ἐλλοχεύουν καὶ ἡ Θεόπνευστη προληπτική του δράση καὶ ἀντίδραση με στόχο τὴ διατήρηση ἀναλλοίωτης καὶ ἀνόθευτης τῆς συνέχειας τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς Παραδόσεως, εἶναι ποὺ καθιστοῦν τὸν Ἅγιο Νεκτάριο, Ἅγιο τῶν καιρῶν μας, καὶ σὲ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ γνώρισμά του θὰ ἀναφερθοῦμε στὸ σύντομο ἀφιέρωμα.

Ἡ Ἁγιότητα τοῦ Θεοφόρου Πατρὸς δὲν ἀποδείχθηκε μέσω ἑνὸς ἢ περισσοτέρων σημείων ποὺ μαρτυροῦν τὴν ἐκ Θεοῦ ἐκλογή, ἀλλὰ μέσω τοῦ συνόλου τῶν θείων ἐκείνων γνωρισμάτων ποὺ καθιστοῦν ἕναν ἄνθρωπο ἁγιασμένο, ὅπως αὐτὰ παρουσιάζονται σὲ μελέτη τοῦ καθ. Α. Ἀλιβιζάτου (Μεταλληνός, 2001). Ἡ καθαρότης τοῦ νεοφανοῦς Ἁγίου προκύπτει τόσο ἀπὸ τὶς -σὺν Θεῷ- μεμαρτυρημένες θαυματουργικές του παρεμβάσεις καὶ «τὴν τῶν -ἐν γένει- σημείων ἐπίδειξιν», τὶς θαυματουργικὲς ἰάσεις, τὴ μεσιτεία του ὄντας ἐν ζωῇ ἀλλὰ καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του, ὅσο κι ἀπὸ τὴν ἱκανότητα τῆς προγνώσεως, τὶς ἐξέχουσες παρεχόμενες ὑπηρεσίες πρὸς τὴν Ἐκκλησία-τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τὸ «μαρτύριο» ὑπὲρ τῆς Χριστιανικῆς πίστεως -τὴν ἀγόγγυστη καὶ ἀδιαμαρτύρητη δηλ. ὑπομονή του στὴ συκοφαντία- τὸν ἁγιασμένο κατὰ πάντα βίο του καὶ βέβαια τὸ εὐωδιάζον τῶν ἁγίων Λειψάνων του. 

Ὅσο ὁλοκληρωμένα φανερώθηκε ἡ Ἁγιότης του, τόσο πλήρης καὶ πολυδιάστατη ἦταν ἡ κατὰ πάντα καθαρὴ βιοτὴ καὶ πολιτεία του. Ὁ Ἅγιος Πενταπόλεως δὲν ἦταν μιὰ φυσιογνωμία γνωστὴ γιὰ κάποιο μόνο ἐξέχον γνώρισμα. Ἦταν μιὰ ἐξ ὁλοκλήρου χαρισματικὴ μορφή, ὁμοιάζουσα τῶν προτύπων τῶν μεγάλων Ἀββάδων καὶ νηπτικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἔζησε «ἀλάνθαστα» καθ’ ὅλη τη διάρκεια τῆς ἐπιγείου παρουσίας του, μὲ τὴ Θεία Χάρη νὰ τὸν συνοδεύει ἀπὸ τὰ παιδικὰ καὶ νεανικά του χρόνια. Ὑπερβαίνων τὰ ἀνθρώπινα τῆς πεπτωκυίας δεδομένα, διατήρησε τὴν -μὲ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα- δωρεὰ τοῦ Θεοῦ, τὸ κατ’ εἰκόνα Του «προνόμιο» ἀναλλοίωτο. 

Ὁ Ἅγιος γεννήθηκε στὴ Σηλυβρία τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, ἕναν τόπο ὅπου κράταγε στιβαρὸ ἀκόμη τὸ Ἑλληνορθόδοξο φρόνημα. Ὁ κατὰ κόσμον Ἀναστάσιος Κεφαλᾶς ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ ἕξι παιδιὰ τοῦ Ἠπειρώτη Δημοσθένη Κεφαλᾶ καὶ τῆς Θρακιώτισσας Μπαλοῦ Τριανταφυλλίδου. Ἡ φτωχικὴ σὲ ὑλικὲς παροχὲς μὰ πλούσια σὲ πνεῦμα ἀνατροφή του, τὸ ὑγιὲς οἰκογενειακὸ περιβάλλον, ἡ συγγένεια καὶ ἡ παραμυθητικὴ σχέση μὲ ὑψηλὲς πνευματικὰ φυσιογνωμίες τῆς ἐποχῆς, ὅπως αὐτὴ μὲ τὸν Ἀναστάσιο Κεφαλᾶ καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Τριανταφυλλίδη, ἡ ἀγάπη, ἡ συμπόνια, ἡ αὐτοθυσία, ἡ ἐργατικότητα καὶ ἡ ὑπομονή, ἡ πίστη στὸν Θεό, ἡ ὀρθοπραξία καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ ἀληθοῦς Δόγματος, καθὼς καὶ ἡ ἀγάπη γιὰ τὰ Θεῖα Γράμματα κατὰ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Ἁγίου (ἀρχικὰ στὴ Θράκη κι ὕστερα στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου ἐργάστηκε γιὰ νὰ ἐνισχύσει οἰκονομικὰ τὴν οἰκογένειά του) θεμελίωσαν τὸ δρόμο πρὸς τὴν κατάκτηση τοῦ «ποθούμενου» (Δημητρακόπουλος, 2005). 

Μὰ κι ἀργότερα, ἡ συνειδητὴ ἐπιλογὴ τοῦ ἐνήλικα πλέον ἀνδρός, ἡ Θεία ἕλξη, ὁ ἀνυπέρβλητος ἔρωτας γιὰ τὸν Μοναστικὸ βίο, ἡ παραμονή του στὴν Ἱερὰ Νέα Μονὴ τῆς Ἁγιοτόκου Χίου, ἡ κουρά, ἡ διὰ βίου ὁδηγήτρια σχέση μὲ τὸν Γέροντά του Ὅσιο Παχώμιο ποὺ μόναζε τότε στὴν Ι.Μ. τῶν Ἁγίων Πατέρων, τὸν ὁδήγησαν στὴν ἴδια Θεία κατεύθυνση. Ἡ χειροτονία, ἡ ἀσκητικὴ ζωή, ἡ ἐπιμέλεια, ἡ συνέπεια, ἡ μόρφωση καὶ ἡ ἀπόκτηση σειρᾶς Ἐκκλησιαστικῶν ἀξιωμάτων στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Πενταπόλεως, ἀλλὰ καὶ τιμῶν καὶ διακρίσεων ἀπὸ τὸν Ἑλληνισμὸ τῆς Μέσης Ἀνατολῆς καὶ τὴν Ἑλλαδικὴ Πολιτεία ἀργότερα, ἡ καταξίωση στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν (Ματθαιάκης, 1955), ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν συνάνθρωπο καὶ δὴ γιὰ τοὺς νέους, τὸ Θεῖο διδασκαλικὸ καὶ παιδαγωγικό του ἔργο καὶ ἡ σπουδαία συγγραφικὴ κληρονομιὰ ποὺ ἄφησε πίσω του, μαρτυροῦν τὴν «ἐπιθυμία καὶ τὸ ὄνειρό του νὰ γίνει ἐργάτης τοῦ Θείου Του λόγου» (Μικραγιαννανίτης Γεράσ., 1976). Ὑποταχθεὶς ὡστόσο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ δὲν ἔγινε ἁπλὰ ἐργάτης, μὰ μεταλαμπαδευτὴς τῆς Πατερικῆς Θεολογίας καὶ συνεπῶς ἕνας γνήσιος συνεχιστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Ἐφοδιασμένος μὲ τὴ Θεία Χάρη ὁ φλογερὸς Ἱεράρχης, παρὰ τὴν ἀγάπη καὶ τὸν πόθο του γιὰ τὸ Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ τὴν Ἄσκηση, ἦταν πάντα δοσμένος ψυχικὰ καὶ σωματικὰ καὶ πρὸς τὸ ἔργο τῆς διδασκαλίας τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν. Ὁ Ἅγιος ἔζησε στὰ χρόνια μας, ὄχι τυχαῖα θὰ ἔλεγε κανείς, μὰ γιὰ νὰ μεριμνήσει -σὺν Θεῷ- γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ Ἔθνος μας, ὡσὰν σύγχρονος Πατροκοσμᾶς καὶ νὰ ἐργαστεῖ μὲ σκοπὸ τὴ διατήρηση, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐπιστροφὴ στὰ ἀληθῆ κληροδοτήματα τῶν Μεγάλων Ἁγίων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἀμφισβητήθηκαν ἐπικίνδυνα.

 Μοναχισμὸς

 Ὁ πιστὸς πνευματικὸς αὐτὸς κληρονόμος καὶ κληροδότης συνέβαλε πρωτίστως στὴν ἀναβίωση καὶ ἄνθιση τοῦ Μοναχισμοῦ στὴν πατρίδα μας, καὶ δὴ σὲ καιροὺς κατὰ τοὺς ὁποίους ὁ Μοναχισμὸς διώκετο ὄχι μόνον ἀπὸ τὸ κοσμικὸ κράτος, μὰ κι ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν Ἑλλαδικὴ Ἐκκλησία καὶ τὴν κεφαλὴ αὐτῆς. Μὰ πῶς θὰ ἐξελισσόταν ἄραγε ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἂν μέσα στοὺς κόλπους της ἔπαυε νὰ βασιλεύει ἡ ἑκούσια ἀφιέρωση τοῦ ἀνθρώπου στὸν Θεό;

Ὁ διορατικὸς Ἅγιος μὲ τὴ θεωρία του περὶ Μοναχισμοῦ «ὡς τὴν τελειοτέραν ἔκφραση τῆς Ὀρθοδόξου πνευματικότητας καὶ τῆς ἀπόλυτης ἐκδήλωσης τῆς ἀποτάξεως καὶ ἀρνήσεως τοῦ ἐαυτοῦ» τοποθετεῖ τὸν Ἀσκητὴ σὲ θέση καὶ κατάσταση ἀνώτερη κάθε ἀξιώματος. Ὁ ἴδιος ἔλεγε καὶ τεκμηρίωνε γράφοντας σὲ ἐπιστολή του χαρακτηριστικὰ ὅτι «θεωρῶ τὸν Μοναχὸν ἀνώτερο παντὸς ἄρχοντος...» (Τσαντίλης, 1998)Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴ Μοναστικὴ Πολιτεία καὶ ἡ ἔμπρακτη ἐκδήλωσή της μὲ τὴν ἵδρυση τῆς Γυναικείας Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Τριάδος -μὲ τὴν ὁποία ὁραματίσθηκε τὴν ἀναμόρφωση τοῦ Γυναικείου Μοναχισμοῦ (Ματθαιάκης, 1985 2)- ἀποτέλεσε μία ἐκ τῶν -ἐκ Θεοῦ- παρεμβάσεών του. Ἡ ἐνέργεια τοῦ ταπεινοῦ Ἀσκητῆ λειτούργησε εὐτυχῶς ἀνατρεπτικὰ στὴν τότε διατεταγμένη, σὲ σχέση μὲ τὸν Μοναχισμό, πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας. Κι αὐτό, διότι ἡ δράση τοῦ Ἁγίου ἔλαβε χώρα σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Μοναχισμὸς θεωρεῖτο πεπερασμένος καὶ παρωχημένος, σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τοῦ Μητροπολίτη τότε Ἀθηνῶν, Μελέτιου Μεταξάκη, δεινοῦ πολέμιου τοῦ φτωχοῦ Ἁγίου φωστήρα. Ὁ ἐν λόγῳ «Ἱεράρχης» τῆς Ἑλλαδικῆς καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸς Πατριάρχης, δὲν εὐνοοῦσε καθόλου τὴ νομιμοποίηση ἀπὸ τὴν διοικοῦσα τότε Ἐκκλησία καὶ Πολιτεία τῆς ὑπὸ τὸν Ἅγιο Νεκτάριο συσταθείσης Μονῆς καὶ δυσχέραινε μὲ κάθε τρόπο τὴν πραγματοποίηση τοῦ θεάρεστου ἔργου τοῦ Ἁγίου (Βασιλόπουλος, 2001). 

Ἡ ἔμπρακτη καὶ πρωτοποριακὴ στάση τοῦ Θεοφόρου Πατρὸς τὴ δεδομένη στιγμὴ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ λειτουργία δηλ. τῆς Μονῆς σύμφωνα μὲ τὴν φιλοκαλικὴ γραμμὴ τῶν Πατέρων, ἐπέδρασε εὐεργετικὰ καὶ λυτρωτικὰ γιὰ τὸν Ὀρθόδοξο Ἑλληνικὸ λαό, ἀποκαθιστώντας στὴν κυριολεξία τὸν θεσμὸ τοῦ Μοναχισμοῦ στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴ συνείδηση τῶν πιστῶν τοῦ τόπου μας. «Ἕνας διακαὴς πόθος ἐφλόγιζεν τὴν ψυχὴ τοῦ Ἁγίου, νὰ ἰδεῖ τὸν Μοναχικὸ βίο ἑξαπλούμενον εἰς ὅλο τὸν ταλαιπωρημένον Ἔθνος ἡμῶν, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Πατέρων μας, διὰ νὰ δύναται ἡ Ἐκκλησία τῆς Πατρίδος, νὰ ἐξευρίσκει στρατιώτας ἀφοσιωμένους εἰς Αὔτην…» (Ματθαιάκης, 1985 3). Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁ Μοναχισμὸς εἶχε μεθοδευμένα ἀπαξιωθεῖ ὁ ἐραστὴς τῆς Ἀγγελικῆς Πολιτείας, Νεκτάριος, φρονοῦσε ὅτι «ἀπὸ τὸν Μοναχισμὸ θὰ προέλθει ἡ τόνωση τῆς Πίστεως τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀναγέννηση τῆς Ἐκκλησίας» (Διονυσιάτος Θεόκλ., 1979 1).  Ὡς ἄλλος Μέγας Βασίλειος, Ἅγιος Ἀντώνιος καὶ Ἅγιος Σάββας, ὁραματίζετο τὸν Μοναχισμὸ ὡς ἰδιαίτερο μέσο καλλιέργειας πνευματικότητας καὶ προσεγγίσεώς Του, ὅπως ἀληθῶς καὶ πραγματικῶς εἶναι γιὰ τὴν Ὀρθόδοξή μας Πίστη.  

Συγγραφικὸ ἔργο

Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὡς πολυδιάστατη φυσιογνωμία ποὺ ἦταν, κι ἀνταποκρινόμενος καὶ πάλι μὲ τὸ διορατικό του πνεῦμα στὰ προβλήματα ποὺ ἕποντο, προσέφερε στὴν Ἐκκλησία ἕνα πλούσιο συγγραφικὸ ἔργο, ποὺ ἀποτελεῖ σήμερα ἀντικείμενο διδακτορικῶν διατριβῶν, πτυχιακῶν ἐργασιῶν καὶ θεόπνευστων ἔργων σύγχρονων θεολόγων καὶ ἀνθρώπων τοῦ πνεύματος διεθνῶς. Συνέγραψε μὲ τὸ ἀπαράμιλλο ἐκεῖνο διακριτικὸ τῶν Θείων Γραφῶν, σειρὰ ἀπὸ ἄρθρα, ἐπιστολές, μελέτες καὶ συγγράμματα, ἰκανοποιώντας μὲ τὴν πολύτιμη ἐργογραφία του πνευματικὲς ἀνάγκες τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. 

Ἡ συγγραφικὴ δράση του ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς «ἄνωθεν» κι ὄχι μόνον τῆς θύραθεν σοφίας. Ὁ λογιότατος αὐτὸς Ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας, διαθέτων τὴν ἀπαραίτητη διάκριση τόσο πρὶν ὅσο καὶ μετὰ τὴν ὁλοκλήρωση τῶν ἐγκύκλιων καὶ Πανεπιστημιακῶν σπουδῶν του ὡς ὑπότροφος (ἕνα ἐξαιρετικὰ δύσκολο κατόρθωμα γιὰ τὴν ἐποχὴ καὶ τὶς ἀντίξοες συνθῆκες ζωῆς τοῦ Ἁγίου), ἐκδήλωνε ἀκατάπαυστα τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὸν πνευματικὸ φωτισμὸ καὶ τὸν ἐκ νέου εὐαγγελισμὸ τῶν συμπατριωτῶν του. Ὁ πολυγραφότατος ἄνδρας ὠφέλησε πνευματικὰ τόσο τὸν Ἑλληνικὸ λαό, ὅσο καὶ τὸν Ἑλληνισμὸ καὶ τὴν ὁμογένεια τῆς Μέσης Ἀνατολῆς (Ἀλεξάνδρεια), ὅπου ἔζησε καὶ δραστηριοποιήθηκε. 

Ὁ λόγος του ἦταν ἐπίκαιρος, μὰ καὶ βιβλικός. Ἄριστος γνώστης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας καὶ χρήστης τοῦ συντακτικοῦ καὶ τῆς γραμματικῆς, σπουδαῖος ἐρευνητὴς τῆς ἱστορίας, ἀναλυτῆς καὶ ἑρμηνευτῆς τῶν Θείων Γραφῶν, ἀλλὰ καὶ διεισδυτικός, ἁπλὸς καὶ σαφής, καταπιάστηκε μὲ πνευματικὰ ζητήματα ποὺ κατηγοριοποιήθηκαν σὲ δεκαοκτὼ θεματικὲς (Φούσκας, 2000), καὶ μαχόμενος τὴν ἀθεΐα καὶ τὸ ὑλικὸ φρόνημα τῆς ἐποχῆς του, συνέβαλε στὸν πλουτισμὸ τῶν θεολογικῶν ἔργων. 

Μὲ διάκριση καὶ προσοχὴ ἀξιοποίησε τὸ ἔργο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα καὶ τοῦ Ἀριστοτέλη (τὰ ὀρθὰ συμπεράσματα ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τὶς Σχολὲς τῶν προαναφερθέντων), καὶ χρησιμοποίησε στοιχεῖα τῆς Ἀθηναϊκῆς καὶ Σπαρτιατικῆς παιδείας καὶ τοῦ ἐν γένει ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πνεύματος ὡς προπαιδεία γιὰ τὸν Χριστιανισμὸ (Ζήσης, 2000 1). Καὶ πάλι, ὁ ταπεινὸς Ἅγιος τῶν καιρῶν μας λειτούργησε ὡς ἄλλος Μέγας Βασίλειος, ως ἄλλος Ἱερὸς Χρυσόστομος. Ἡ σχέση τοῦ Ἁγίου μὲ τὴν Κλασσικὴ Ἑλληνικὴ Παιδεία, τὸν Ὅμηρο καὶ τὶς μεγάλες ἀξίες -στὸ πλαίσιο τῆς Ἀγωγῆς- τοῦ ἡρωισμοῦ, τῆς εὐγένειας, τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς εὐσέβειας ποὺ προκύπτουν ἀπὸ τοὺς ἀρχαιοελληνικοὺς πνευματικοὺς θησαυροὺς, εἶναι καταφανὴς στὰ ἔργα του (Κρουσταλάκης, 2000). 

Ὡστόσο, ὡς γνήσιος τύπος ἀρχαίου Ἀσκητοῦ καὶ Διδασκάλου ἦταν παράλληλα κι ἡ προσωποποίηση τῆς ἀλήθειας πὼς ἡ Πίστη μας εἶναι βίωμα καὶ οὐδέποτε ὑποτάσσεται στὴ φιλοσοφία ἢ τὴν ἐπιστημονικὴ γνώση

 Ἐκκλησιαστικὴ Παιδεία 

 Ὁ Ἅγιος ὑπῆρξε σοφὸς διδάσκαλος τῶν Ἱερῶν Γραμμάτων (Ζήσης, 2000 2), ἀλλὰ καὶ πρότυπο Ἐκπαιδευτικοῦ στοὺς δυσχερεῖς καιροὺς κατὰ τοὺς ὁποίους οἱ κίνδυνοι ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καιροφυλακτοῦσαν. Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ διάλυση τῶν Μοναστηριῶν, ἀπὸ ἐνάρξεως τῆς περιόδου τῆς Βαυαροκρατίας στὸ νεοσύστατο Ἑλληνικὸ κράτος, στόχο ἀποτέλεσε καὶ ὁ ἐκπροτεσταντισμὸς τῆς παιδείας τῶν Ἑλληνορθοδόξων Κληρικῶν καὶ Θεολόγων (Γιαννακοπούλου, 1998 1). Πρὸς τὸ σκοπὸ αὐτὸ συντάχθηκε τόσο τὸ κράτος ὅσο καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία σταδιακὰ πλέον εἶχε ἀπωλέσει τὸν ἐθναρχικό της ρόλο στὴ συνείδηση τοῦ Ἑλληνικοῦ λαοῦ. 

Ἡ διαδικασία τῆς ἀλλοιώσεως καὶ τῆς ἀσυνέχειας τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ξεκίνησε ἀπὸ τὴν Παιδεία καὶ κυρίως ἀπὸ ἐνάρξεως λειτουργίας τῶν Πανεπιστημιακῶν Θεολογικῶν Σχολῶν στὴ χώρα μας (Διονυσιάτος Θεόκλ., 1979 2).  Ἡ παρουσία καὶ τὸ ἔργο ἑπομένως τοῦ Θρακὸς Ἁγίου, κόντρα στὶς τάσεις καὶ τὰ ρεύματα τῶν καιρῶν, κατὰ τὸ τελευταῖο στάδιο τῆς δράσης του στὴ Ριζάρειο Σχολή, ἀποδείχθηκε ἐκ τῶν ὑστέρων καθοριστικὴ γιὰ γενιὲς Κληρικῶν καὶ καταξιωμένων ἀνδρῶν, ἀφοῦ τὰ ἀποτελέσματα τῆς μεθοδευμένης ἀλλοιώσεως τοῦ Ἑλληνορθοδόξου πνεύματος εἶχαν πλέον ἐμφανιστεῖ ἀπειλητικά. Ἡ ἐπὶ τῆς οὐσίας ἐν Χριστῷ ζωὴ τοῦ Διευθυντοῦ τῆς Σχολῆς καὶ ἡ ἀκτινοβολία τῆς προσωπικότητας τοῦ Ὀρθοδόξου Γέροντος ἐπηρέασε τὶς νεανικὲς τότε ψυχὲς καὶ συνέβαλε στὴ συνέχιση τοῦ Παραδοσιακοῦ πνεύματος διδασκαλίας καὶ τοῦ γνησίου Ἐκκλησιαστικοῦ φρονήματος, ποὺ θύμιζε τὶς ἀλύτρωτες πατρίδες τῆς Θράκης καὶ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καὶ ἔφερε τὴ θέρμη ἀπὸ τὴ φλόγα τοῦ σκλαβωμένου Ἑλληνισμοῦ (Γιαννακοπούλου, 1998 2).  

Ὁ Ἅγιος παιδαγωγός, ὡς συνεχιστὴς τῆς Πατερικῆς Γραμματείας, ἀξιοποίησε τὴν ἱστορία τῆς παιδείας τοῦ τόπου μας καὶ υἱοθέτησε τὰ διαχρονικὰ παιδευτικὰ πρότυπα τῶν προγόνων μας σὲ ὅλους τοὺς τύπους τῆς διδασκαλίας του (Ζυγουράκη, 2013). Ἦταν αὐτὸς ποὺ ἐπανέφερε τὸ πνεῦμα τῆς Χριστιανικῆς καὶ ἐθνοπρεποῦς παιδείας, μὰ καὶ τὸν πραγματικὸ σκοπὸ τῆς Σχολῆς. Ὁ Ἅγιος ἐνθάρρυνε -μεταξὺ ἄλλων- καὶ τὴν καλλιέργεια τοῦ ἐθνικοῦ φρονήματος στοὺς σπουδαστὲς καὶ μάλιστα μεσούσης τῆς περιόδου τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγῶνα. Εἶχε βαθιὰ πίστη στὴν ἀξία τῶν Ἑλληνικῶν γραμμάτων καὶ τὴ διάσωση τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσας, στὴν ὁποία συντάχθηκαν κάποια ἀπὸ τὰ βιβλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τὸ σύνολο τῆς Καινῆς Διαθήκης, κατὰ Θεῖο θέλημα. Τὸ γεγονὸς αὐτό, σύμφωνα μὲ τὸν Ἅγιο, κι ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴν «Περὶ τῆς Ἑλληνικῆς Φιλοσοφίας ὡς προπαιδείας εἰς τὸν Χριστιανισμὸν» μελέτης του (Ζήσης, 2000 1), καταδεικνύει τὴν εὐθύνη τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους γιὰ τὴν διάδοση τοῦ Χριστιανικοῦ κηρύγματος. Ἡ πεποίθηση τοῦ Ἁγίου γιὰ τὴν ἀποστολὴ τοῦ Ἕλληνος Ἱερέα ἦταν ἰδιαίτερη, ἀλλὰ καὶ γενικῶς τοῦ Ἕλληνος ὡς διδασκάλου, θέση που διακρίνεται καὶ στὴν ὁμιλία του «Περὶ τῆς κλήσεως καὶ ἀποστολῆς τοῦ Ἕλληνος» (Δημητρακόπουλος, 1998 1). Οἱ μαρτυρίες τῶν ἀποφοίτων τῆς Ριζαρείου σχετικὰ μὲ τὶς μεθόδους διδασκαλίας καὶ ἐκπαιδεύσεως τοῦ Ἁγίου καὶ ἀκαταπόνητου ποιμένα ἀποδεικνύουν τὸ ἐπίπεδο ἀριστείας του ὡς παιδαγωγοῦ καὶ διδασκάλου. «Ἦτο ὁ μόνος ἐνδεδειγμένος διὰ τὴν θέσιν αὐτήν, διὰ τῆς ἁγιότητος τοῦ βίου του, τῆς βαθείας μορφώσεώς του, τῆς τὲ θύραθεν καὶ θείας, τῶν πατρικῶν του παραινέσεων. Ἐπεβλήθη εἰς πάντας καὶ ἡ Σχολὴ ἀπέβη πραγματικὸν φυτώριον τῶν μαθητευομένων πρὸς διακονίαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ» (Ματθαιάκης, 1985 4). 

Τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν Ἐκκλησιαστικὴ καὶ ἠθικοθρησκευτικὴ μόρφωση τῶν παίδων δὲν περιορίστηκε μόνον σὲ αὐτὴ τῶν ἀρρένων τῆς Ριζαρείου, μὰ καὶ τῶν νεαρῶν παρθένων καὶ τῶν νεαρῶν μητέρων (Γιαννακοπούλου, 1994), καθὼς καὶ τοῦ ἐν γένει γυναικείου φύλου, γεγονὸς ποὺ ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὶς σωζόμενες σήμερα ἐπιστολές του πρὸς τὸν τότε Ὑπουργὸ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν (Ματθαιάκης, 1985 5). 

Ἑορτολόγιο καὶ νεωτερισμοὶ

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μεθοδευμένη ἀπαξίωση τῆς ὑψίστης μορφῆς ἀφιερώσεως, τοῦ Ἱεροῦ δηλ. Σχήματος, μὰ καὶ πέρα ἀπὸ τὸ θλιβερὸ γεγονὸς τῆς στρατηγικὰ σχεδιασμένης ἀλλοιώσεως τῆς Ὀρθοδοξίας μὲ ὄχημα τὴν Παιδεία τῶν Ἑλληνοπαίδων καὶ δὴ τῶν ἐν δυνάμει Κληρικῶν, μιὰ ἀκόμη σοβαρὴ ἀπειλή, γιὰ τὴν ὁποία ὁ διορατικὸς Ἅγιος προειδοποίησε τὸν λαό μας, ἦταν ὁ νεωτερισμὸς ποὺ ἐπεβλήθη ἐντελῶς αὐταρχικὰ στὴ χώρα καὶ στὴν Ἐκκλησία μας λίγα χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του. Τὸ μέγα πρόβλημα τῆς ἀσυνέχειας τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως ἔγινε πλέον ἐμφανὲς καὶ δυστυχῶς γιὰ τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας μας καταδικαστικό, μέσα ἀπὸ τὴν πραξικοπηματικὴ ἀντικατάσταση τοῦ Ὀρθόδοξου Ἰουλιανοῦ ἑορτολογίου μὲ τὸ παπικὸ Γρηγοριανὸ τὸ 1924. 

Ἡ ἱκανότητα τοῦ Ἁγίου νὰ προβλέπει τὴν ἔκβαση τῶν πραγμάτων, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὸν ἀγώνα του γιὰ τὴν διατήρηση τοῦ Πατρῴου Δόγματος τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς», τὸν ὑποχρέωνε νὰ ἐπισημαίνει τὸν ἐπερχόμενο κίνδυνο, νὰ συμβουλεύει καὶ νὰ κηρύττει. Ἀρκετὲς εἶναι οἱ μαρτυρίες πνευματικῶν του παιδιῶν ποὺ μὲ θάρρος ἀντιστάθηκαν στὸν ἀπεχθῆ νεωτερισμό, ἐμμένοντας μὲ πίστη στὰ ὅσα οἱ Ἅγιοι Πατέρες μὲ συνέπεια καὶ αὐστηρότητα εἶχαν ὁρίσει. «Κι ἂν ἀλλάξουν ὅλοι, νὰ παραμείνετε στὴν παράδοση, τὰ σπίτια σας νὰ γίνουν Ἐκκλησίες…», ἔλεγε ὁ Ἅγιος πατήρ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὶς μαρτυρίες τῶν Θηβαίων Κίμωνα Στεφανιώτη καὶ Λουκᾶ Καλατζῆ, δυὸ πνευματοπαίδων τοῦ Ἁγίου ἀνδρός, ποὺ τὸν ἐπισκέφθηκαν στὴν Αἴγινα τὸ 1918. Ἡ ἐρώτηση τῶν δύο ἦταν κατὰ πόσο εἶναι ἐφικτὴ καὶ ἐπιτρεπτὴ ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου. «Παιδιά μου, δὲν πρέπει νὰ γίνει ἡ ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου, διότι βάσει αὐτοῦ ἔχουν θεσπιστεῖ ὅλες οἱ ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας καὶ ἰδιαιτέρως τὸ αἰώνιο Πασχάλιο. Ἐσεῖς νὰ παραμείνετε ὡς ἔχετε, δὲν θὰ ἀκολουθήσετε τοὺς μεταρρυθμιστές, διότι τὸ Γρηγοριανὸ ἡμερολόγιο ἔχει καταδικαστεῖ ἀπὸ τρεῖς Πανορθοδόξους Συνόδους, ἐπὶ πατριαρχίας Ἱερεμίου τοῦ Τρανοῦ (1592-1593) καὶ Ἀνθίμου (1848). Εἶναι ἀδύνατον Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἀλλαγή. Ἐγὼ δὲ δέχομαι οὔτε ἀκολουθῶ κανέναν, ἔστω κι ἂν μείνω μόνος μου […]. Παιδιά μου, θὰ οἰκονομήσει ὁ Κύριός μας καὶ θὰ σᾶς στείλει Ἱερεῖς […]. Τὰ σπίτια σας νὰ γίνουν Ἐκκλησίες […]. Ἐγὼ παιδιά μου ἀπεύχομαι νὰ γίνει ἡ ἀλλαγή, ἀλλὰ ἐὰν γίνει, τότε πρέπει νὰ ἀντισταθεῖτε. Νὰ εἶστε σίγουροι πὼς ὁ Χριστός μας θὰ εἶναι μαζί σας, ὅταν συνειδητὰ ὑπερασπισθεῖτε τὰ Ἱερὰ καὶ τὰ Ὅσια της Ἐκκλησίας μας…». Αὐτὴ ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ σοφοῦ Γέροντος. Οἱ δύο ἄνδρες, ἀκολουθώντας τὴ συμβουλὴ τοῦ Ἁγίου, πρωτοστάτησαν ἐνάντια στὴν ἀλλαγὴ τοῦ ἡμερολογίου καὶ συνέβαλαν, ὥστε σήμερα νὰ διατηρεῖται μὲ θέρμη τὸ Πάτριο ἑορτολόγιο στὴν πόλη τῶν Θηβαίων. Ἀκολουθώντας τὶς νουθεσίες τοῦ Πνευματικοῦ, ὁ Λουκᾶς Καλαντζὴς καὶ στὴν πορεία Μοναχὸς π. Λεόντιος ἔκανε ὄντως τὸ σπίτι του Ἐκκλησία. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἱστορικὸ σήμερα Ἱερὸ Ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τῆς Κυρίας Θεοτόκου στὸ Πυρὶ Θηβῶν. Τὰ παραπάνω γεγονότα βεβαίωναν αὐτήκοοι πιστοί, συνεχιστὲς τῶν Ἱερῶν παραδόσεων, μεταξύ των ὁποίων ὁ Εὐάγγελος Τούτουζας, ὁ Χρῆστος Λαλιώτης, ὁ Στυλιανὸς Σκούμας, καθὼς καὶ πολλοὶ Θηβαῖοι ἕως σήμερα (Μανιώτης Χρυσόστ., 2000).

Εἶναι πολλὲς οἱ μαρτυρίες πιστῶν σὲ σχέση μὲ τὴ θέση τοῦ Ἁγίου καὶ τὸ νεωτερισμὸ τῆς ἐποχῆς, ποὺ ὑλοποιήθηκε ἐπὶ Πατριαρχίας τοῦ δεδηλωμένου Μασόνος Μελετίου Μεταξάκη. Εἶναι ἐπίσης πολλὲς οἱ μαρτυρίες Μοναζουσῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου σχετικὰ μὲ τὸν πόλεμο καὶ τὶς ἀπειλὲς ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος ὑπέστη ἀπὸ τὸν δυτικοτραφῆ Προκαθήμενο τῆς Ἑλλαδικῆς Ἐκκλησίας καὶ μετέπειτα Οἰκουμενικὸ γιὰ τὸ θέμα τοῦ Μοναχισμοῦ καὶ τῆς ἐν γένει διατήρησης τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως στὴν πατρίδα μας. 

Ὁ πλούσιος ἀπὸ τὶς δωρεὲς τοῦ Παρακλήτου Ἅγιος αἰσθανόταν τὸν πνευματικὸ λήθαργο στὸν ὁποῖο εἴχαμε ὡς λαὸς περιέλθει. Προέβλεπε τὰ δεινὰ ποὺ ὁ ἐπερχόμενος νεωτερισμὸς τοῦ ἑορτολογίου, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐρύτερη «δυτικοπληξία» ποὺ μάστιζε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, θὰ ἔφερνε ἐξελικτικὰ στὴ ζωὴ μας, τὴν Παναίρεση δηλ. τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Προαισθάνονταν τὴν ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοση καὶ ἐργάστηκε σκληρά, ἂν καὶ «μόνος», κόντρα στὰ «προοδευτικὰ» ρεύματα, ὥστε δικαίως νὰ τοῦ ἀποδίδεται σήμερα ἡ παρομοίωση μὲ τοὺς Ἁγίους Κολλυβάδες Πατέρες τοῦ 18ου αἰῶνος. Εἶναι προφανὴς ἡ ἐπιρροὴ ποὺ δέχθηκε ὁ Ἅγιος κατὰ τὴν παραμονή του στὴ Νέα Μονὴ καὶ τὴ νῆσο Χίο, ὅπου ἔζησαν οἱ Κολλυβάδες κι ὁ Ὅσιος Παχώμιος, ἀντίστοιχα, τὸν ὁποῖο καὶ συμβουλεύονταν προσωπικὰ ἕως τὴν κοίμησή του (Δημητρακόπουλος,  2005 2). 

Τόσο ἡ ἀλλοίωση τῆς Ἑλληνορθόδοξης παιδείας, τοῦ πολιτισμοῦ καὶ συνεπῶς τοῦ βιώματος τῆς Χριστιανικῆς Πίστης, ὅσο καὶ ἡ θεώρηση τῆς ἱερῆς Ἀσκήσεως ὡς παρωχημένης καὶ πεπερασμένης, ἦταν καὶ παραμένουν σὲ ἀπόλυτη σχέση καὶ σύνδεση ὡς ἐνέργειες, διαδοχικὰ καὶ σὲ ἀλληλουχία, συνδεδεμένες μὲ τὸ σκοπὸ τῆς ἀλλοίωσης τοῦ Ὀρθοῦ Δόγματος. 

Ὁτιδήποτε θύμιζε τὰ ἔνδοξα χρόνια τῆς Ρωμιοσύνης καὶ τοὺς ἀγῶνες τῶν Ρωμιῶν Ἁγίων, Αὐτοκρατόρων, Ἐκκλησιαστικῶν ἡγετῶν καὶ τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν Μαρτύρων τῆς Τουρκοκρατίας, γιὰ τὴ διατήρηση ἀνόθευτης καὶ γνήσιας τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔπρεπε κατὰ τὸ 19ο καὶ 20ο αἰώνα νὰ περάσει στὴ λήθη. 

Οἱ ἐνέργειες καὶ δράσεις τοῦ Ἐπισκόπου Πενταπόλεως, κόντρα σὲ αὐτὴ ἀκριβῶς τὴν μεθόδευση, εἶχαν καὶ ἕναν βασικὸ κοινὸ παρονομαστή, τὴν Ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος παρὰ τὸν κατατρεγμό, τὸ διωγμό, τὴ συκοφαντία ποὺ ὑπέστη στὴν Ἀλεξάνδρεια ἀπὸ κύκλο ρασοφόρων καὶ λαϊκῶν ἐντὸς Ἐκκλησίας, φρόντισε μὲ τρόπο ὑποδειγματικό, συνέπεια καὶ πειθαρχία, νὰ ἀποδεικνύει ἐμπράκτως τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑπακοὴ τοῦ στὴν Ἱεραρχία καὶ τοὺς θεσμοὺς τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἅγιος δὲν ἔπαψε ποτὲ νὰ ἐκδηλώνει εὐγνωμοσύνη στοὺς εὐεργέτες του, ὅπως ὁ ἴδιος θεωροῦσε τὸν Πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Σωφρόνιο, ἀκόμη κι ὅταν αὐτός, ἀδικώντας τὸν, τὸν ἐκδίωξε ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Ὁ ἀνεξίκακος, ταπεινὸς καὶ κατὰ πάντα πιστὸς ἀκόλουθός Του καὶ ἀνανεωτὴς τοῦ στρατοῦ Του, «κουβάλησε» μὲ ὑπομονὴ καὶ αὐταπάρνηση τὸν Σταυρὸ τῆς συκοφαντίας καὶ τῆς ἀδικίας σχεδὸν σὲ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ζωῆς του, προκειμένου νὰ μὴν διαταράξει τὶς ἰσορροπίες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας, νὰ μὴν ἐνοχλήσει, νὰ μὴν σκανδαλίσει καὶ κυρίως νὰ μὴν διχάσει τὸ ποίμνιο. Ἡ περιφρούρηση τῆς Ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καὶ ὁ σεβασμὸς στοὺς Ἐκκλησιαστικοὺς θεσμοὺς χαρακτήρισαν τὸ ἐπίγειο πέρασμά του, γεγονός, ποὺ σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴ δράση του, μᾶς θυμίζει ὅτι ἀκόμη καὶ στοὺς χαλεποὺς τωρινοὺς καιροὺς ἡ ἁγιότης ὑφίσταται, «οὐκ ἐκλείψει ὅσιος εἰς τὸν αἰώνα», ὅπως ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ὁ λόγος δημιουργίας καὶ ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. 

Ὅπως ἄλλοι Πατέρες στὸ παρελθόν, ἔτσι κι αὐτός, ἦρθε γιὰ νὰ στιγματίσει μὲ τὴν παρουσία του τὴν ἐποχή μας, νὰ μᾶς ἀφυπνίσει, νὰ μᾶς παρηγορήσει, νὰ μᾶς θυμίσει τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν πραγματικότητα τῆς Τριαδικῆς ὀντότητας. Ὁ ἐλεύθερα καὶ ὁλοκληρωτικὰ δοσμένος καὶ ἀφιερωμένος στὸν Θεὸ, διέθετε ὅλα τα χαρακτηριστικὰ τῶν Ἁγίων Πατέρων, τοὺς ὁποίους ἀγάπησε καὶ μιμήθηκε, ὥστε νὰ καταστεῖ σήμερα ἕνας ἐξ αὐτῶν καὶ ἑνωμένος μαζί Του. 

Ἡ ἐγκράτεια, ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία, ἡ νοερὰ προσευχή, ἡ ὑπακοή, ἡ ὑπομονή, ἡ ταπείνωση, ἡ ἀγάπη καὶ ἡ πολυδιάστατη προσφορὰ ἀνέδειξαν τὸν σπουδαῖο νηπτικὸ καὶ νικητή, τὸν κατακτητὴ -ὕστερα ἀπὸ ἀγῶνες ὑπεράνθρωπους- τοῦ στόχου, τὸν σύγχρονό μας «βιαστῆ» καὶ ἄξιο Πολίτη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, Ἅγιο Νεκτάριο τὸν θαυματουργό, Μητροπολίτη Πενταπόλεως τὸν ἐν Αἰγίνῃἀσκήσαντα. 

Ἂς ἐλπίσουμε στὴν ἀγάπη του γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία καὶ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ μας κι ἂς ζητήσουμε ταπεινὰ τὴ μεσιτεία τῶν προσευχῶν του εἰς τὸν Τριαδικὸ Θεό.

Πηγὲς:

  • -Βασιλόπουλος, Χ. Δ. (2001), Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Ἀθῆναι: Ὀρθόδοξος Τύπος
  • -Γιαννακοπούλου, Β. (1994) , Ἡ ἀγωγὴ τῶν παίδων καὶ αἳ μητέρες, Ἐφημέριος, τ. 7, σελ. 133
  • -Γιαννακοπούλου, Β., (1998) Ἡ κρίσις τοῦ μοναχισμοῦ καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Στὸ: Χαλδαιάκης Α. (ἐπιμ.), Ὁ γυναικεῖος μοναχισμὸς καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Πρακτικὰ Διορθοδόξου μοναστικοῦ συνεδρίου ἐπὶ τῇ ἑκατονπεντηκονταετηρίδι (1846-1996) ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (Αἴγινα 9-11 Σεπτεμβρίου 1996), Ἀθῆναι: Ι.Μ. Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἑρμιονίδος & Τροιζηνίας  καὶ  Ι.Μ. Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης,  1σελ. 113-129 (114), 2 σελ. 123
  • -Δημητρακόπουλος, Σ. Γ., (2005),  Ὁ  Ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως. Ἡ πρώτη ἁγία μορφὴ τῶν καιρῶν μας. Ἱστορικὴ βιογραφία βασισμένη σὲ αὐθεντικὲς πηγές, Ἀθήνα: Παρρησία, 1σελ. 141, 2 σελ. 42
  • -Διονυσιάτος  Θεόκλ., (1979), Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης ὁ θαυματουργός, Θεσσαλονίκη: Ὀρθόδοξος Κυψέλη, 1σελ. 74, 2 σελ. 26-27 
  • -Ζήσης, Θ. (2000), Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος ὡς διδάσκαλος, Θεσσαλονίκη: Βρυέννιος, 1σελ. 185-203, 2 σελ. 70 
  • -Ζυγουράκη, E. X. (2013), Ἡ κλασικὴ παιδεία στὰ παιδαγωγικὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως, M.A. Μεταπτυχιακὴ Ἐργασία, Ἀριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεολογικὴ Σχολή, Τμῆμα Ποιμαντικῆς & Κοινωνικῆς Θεολογίας, σέλ. 13
  • -Κρουσταλάκης, Γ. (2000), Ἅγιος Νεκτάριος· ὁ παιδαγωγὸς τῆς διακρίσεως, μία σύντομη ἀνάλυση τοῦ παιδαγωγικοῦ του συστήματος, Στὸ: Χαλδαιάκης Α. (ἐπιμ.) Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ Πνευματικός, ὁ Μοναστικός, ὁ Ἐκκλησιαστικὸς Ἡγέτης, Πρακτικὰ Διορθόδοξου Θεολογικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ἐπὶ τῇ ἑκατονπεντηκονταετηρίδι (1846-1996) ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Αἴγινα 21-23 Ὀκτωβρίου 1996, Ἀθῆναι: Ι.Μ. Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἑρμιονίδος & Τροιζηνίας  καὶ  Ι.Μ. Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, σελ. 150-167
  • -Μανιώτης Χρυσ., (2000), Ἅγιος Νεκτάριος καὶ Ὀρθόδοξη Παράδοση, Ἡ Φωνὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, τ. 902, σελ. 10-12
  • -Ματθαιάκης, Τ. (1955), Ὁ ὅσιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς. Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920), Ἀθῆναι, σελ. 30-45
  • -Ματθαιάκης, Τ. (1985),  Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος Κεφαλᾶς. Μητροπολίτης Πενταπόλεως (1846-1920). 2η ἔκδ. Ἀθῆναι, 1σελ. 188, 2  σελ. 142, 3 σελ. 268, 4 σελ. 61, σελ. 156
  • -Μεταλληνός, Γ. Α. (2001), Ἁγιότης μαρτυρουμένη, Στὸ: Ἁγιότητα, ἕνα λησμονημένο ὅραμα, Ἀθήνα: Ἀκρίτας, σελ. 45-57
  • -ΜικραγιαναννίτηςΓεράσ., (1976) Ἀκολουθίαι καὶ Βίος τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ, Ἀθῆναι: Ι. Μ. Ἁγίας Τριάδος 
  • -Τσαντίλης,Ἱ. (1998), Προσλαλιαί, Στὸ: Χαλδαιάκης Α. (ἐπιμ.), Ὁ γυναικεῖος μοναχισμὸς καὶ ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, Πρακτικὰ Διορθοδόξου μοναστικοῦ συνεδρίου ἐπὶ τῇ ἑκατονπεντηκονταετηρίδι (1846-1996) ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (Αἴγινα 9-11 Σεπτεμβρίου 1996), Ἀθῆναι: Ι.Μ. Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἑρμιονίδος & Τροιζηνίας  καὶ  Ι.Μ. Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, σελ. 54
  • -Φούσκας, Κ. Μ. (2000), Ὁ γραπτὸς λόγος τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου (πραγματεῖες-κήρυγμα) στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας, Στὸ: Χαλδαιάκης Α. (ἐπιμ.) Ὁ Ἅγιος Νεκτάριος, ὁ Πνευματικός, ὁ Μοναστικός, ὁ Ἐκκλησιαστικὸς Ἡγέτης, Πρακτικὰ Διορθόδοξου Θεολογικοῦ Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου ἐπὶ τῇ ἑκατονπεντηκονταετηρίδι (1846-1996) ἀπὸ τῆς γεννήσεως τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, Αἴγινα 21-23 Ὀκτωβρίου 1996, Ἀθῆναι: Ι.Μ. Ὕδρας, Σπετσῶν, Αἰγίνης, Ἑρμιονίδος & Τροιζηνίας  καὶ  Ι.Μ. Ἁγίας Τριάδος Αἰγίνης, σελ. 189-201

Κυριακή Ε' Λουκά στον Ι.Ν. Υπαπαντής Μαρκοπούλου

Κυριακή17Νοέμβριος2019

Κυριακή Ε' Λουκά στον Ι.Ν. Υπαπαντής Μαρκοπούλου

  Στον Ιερό Ναό Υπαπαντής του Χριστού Μαρκοπούλου τέλεσε την Θεία Λειτουργία ο Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Χρυσόστομος.

  Στην ομιλία του, ο Επίσκοπός μας αναφέρθηκε στην παραβολή του πλουσίου και του φτωχού Λαζάρου. Κάθε άνθρωπος από την γέννησή του είναι προορισμένος να οδηγηθεί στον σωματικό θάνατο. Ωστόσο, ο Χριστός ήρθε για να μας διδάξει τη στάση ζωής που πρέπει να κρατήσουμε ως άνθρωποι προκειμένου να μην πεθάνουμε πνευματικά. Οι πράξεις της παρούσης ζωής θα σηματοδοτήσουν την κατάσταση που θα βρεθούμε στην μέλλουσα και αληθινή ζωή. Αυτό αποδεικνύεται από την οδύνη που κληρονόμησε ο πλούσιος έπειτα από την τρυφή και την προς τον πλησίον αδιαφορία με την οποία έζησε κατά την επίγεια πορεία του. Αντίστοιχα, αποδεικνύεται από την ευφροσύνη που έτυχε ο Λάζαρος μετά την αγόγγυστη υπομονή των κόπων της επιγείου ζωής.

  Χαρακτηριστικό της παραβολής αυτής αποτελεί η αναφορά στο όνομα του Λαζάρου, με την οποία ο Κύριος προμηνύει την ανάσταση του τετραημέρου, γεγονός όμως που δεν έγινε αντιληπτό από τους Ιουδαίους, οι οποίοι, εφόσον δεν πίστευσαν τον Μωυσή και τους Προφήτες, ούτε τον αναστάντα Λάζαρο μπόρεσαν να πιστεύσουν, όταν τους μετέφερε το κήρυγμα της μετανοίας.

Τα «100 χρόνια “Α”λήθεια» στη Θεσσαλονίκη

Παρασκευή15Νοέμβριος2019

Τα «100 χρόνια “Α”λήθεια» στη Θεσσαλονίκη

  Την επετειακή εκδήλωση για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου με τίτλο «100 χρόνια “Α”λήθεια», πραγματοποίησε απόψε, η Ιερά Μητρόπολη Αττικής και Βοιωτίας, στο Θέατρο “Μελίνα Μερκούρη” στη Καλαμαριά, φιλοξενούμενη από τη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τον επιχώριο Μητροπολίτη κ. Γρηγόριο.

  Το θεαματικό μουσικό ποίημα, όπως χαρακτηρίσθηκε, είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Βόρειο Ελλάδα και τους Μακεδόνες θεατές που συγκινημένοι, περήφανοι και συγκλονισμένοι χειροκρότησαν την τιμητική αυτή ενέργεια, στη μνήμη των Ρωμιών που άδικα και μαρτυρικά υπέστησαν τη φοβερότερη των πράξεων για την ανθρώπινη φύση, τη Γενοκτονία. 

  Ο οφειλόμενος φόρος τιμής απεδόθη πρωτίστως από τον Σεβασμιώτατο Ποιμενάρχη μας κ. Χρυσόστομο, ο οποίος και προλόγισε την εκδήλωση με μια ιστορική αναδρομή, αλλά και με μια συγκλονιστική περιγραφή του μεγαλείου, της προκοπής και του πολιτισμού των Ελλήνων του Πόντου. 

  Το δίωρο καθηλωτικό έργο που ακολούθησε, το πλούσιο σε εντυπωσιακές αυθεντικές εικόνες, θρήνους ερμηνευμένους μοναδικά, ζωντανές αφηγήσεις και δραματοποίηση επί σκηνής των μαρτυριών των αδικοχαμένων, αιχμαλώτισε τις αισθήσεις των θεατών που για λίγο ταξίδεψαν στο χρόνο και στις αλησμόνητες πατρίδες της Ανατολής.

  Ο Πρωτοσύγκελος π. Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, παρουσίασε όλους τους συντελεστές της Μητροπόλεως μας, όσοι συνέβαλαν στη δημιουργία, εκτέλεση και διοργάνωση του έργου.

  Τον επίλογο της -εν είδει μνημόσυνου της εκατονταετίας από την αποφράδα εκείνη χρονιά- εκδήλωσης, έκανε ο οικείος Ιεράρχης κ. Γρηγόριος αποδίδοντας τα εύσημα στα μέλη της αποστολής της Μητροπόλεως Αττικής και Βοιωτίας, κυρίως όμως εκφράζοντας τις εγκάρδιες ευχαριστίες του στον Επίσκοπό μας, χάρη στο μεράκι και τη βαθιά επιθυμία του οποίου «δημιουργούνται» και παρουσιάζονται έργα σπάνια στις μέρες μας, εθνικού - ιστορικού και θρησκευτικού περιεχομένου που σκοπό έχουν τη αφύπνιση του Έθνους μας, ίσως την επιτακτικότερη ανάγκη των καιρών μας.

  Παράλληλα δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει τον ποντιακής καταβολής Σεβασμιώτατο Φιλίππων και Μαρωνείας κ. Αμβρόσιο, ο οποίος τίμησε με την παρουσία του την εκδήλωση.  

  Ο Σεβασμιώτατος Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο των ευχαριστιών, προσέφερε στα στελέχη της παραγωγής από ένα συμβολικό δώρο, ένα κάδρο που απεικονίζει το "Πάτερ ἡμῶν" στην ποντιακή διάλεκτο. 

  Εκδήλωσε δε, τις ευχαριστίες και τη βαθιά εκτίμησή του στο έργο του Επισκόπου μας κ. Χρυσοστόμου, προσφέροντας ένα ιερό και άκρως συμβολικό δώρο - ενθύμιο της συγκινητικής αυτής βραδιάς, μία εικόνα με τους Αγίους της συμπρωτεύουσας Θεσσαλονίκης. Το δώρο συνόδευσε με την ευχή, η ενέργεια αυτή να αποτελέσει την απαρχή μιας σειράς από αντίστοιχες μελλοντικές εκδηλώσεις, αφιερωμένες στην Ελληνορθόδοξή μας ταυτότητα και ιστορία.

Συντελεστές «100 χρόνια “Α”λήθεια»:

Συγγραφή σύνθεση κειμένων - Σκηνοθεσία: Ευαγγελία Ψαρομμάτη

Μουσική διδασκαλία - Χοραρχία: Ιωάννης Κιαχόπουλος

Επιμέλεια βίντεο, ηχητικών εφέ, εικόνας & mapping: Πρωτοσύγκελος  π. Μιχαήλ Κωνσταντινίδης

Επιμέλεια παραγωγής: Πρεσβύτερος π. Ματθαίος Μαβίδης

Αφήγηση:

Πρεσβύτερος π. Λεωνίδας Πίττος

Πρεσβύτερος π. Κωνσταντίνος Πετσαλίδης

Ευδοκία Γυριχίδη

Καλλιόπη Μαυρίδη

Ιωάννα Κωνσταντινίδη

Νικόλαος Κωνσταντινίδης

Σόλο (τραγούδι):

Ιωάννης Κιαχόπουλος

Γεώργιος Γυριχίδης

Ιωάννης Γιαζγκουλίδης

Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης

Πρεσβυτέρα Αναστασία Γυριχίδη

Ευδοκία Γυριχίδη

Φωτεινή Μαυρίδου             

Χρυσάνα Γυριχίδη

Ορχήστρα:

Γεώργιος Θεοδωρίδης (Υπεύθ. Ορχήστρας - Λύρα)

Παναγιώτης Δημητρακόπουλος (Κανονάκι) 

Ιορδάνης Καρακασίδης (Λύρα)

Γεώργιος Μουρατίδης (Πλήκτρα)

Παύλος Μουρατίδης (Κρουστά)

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (Νταούλι)

Χαράλαμπος Παπαδόπουλος (Νέϋ)

Διεύθ. σκηνής: Κυριακή Μωϋσιάδη

Βοηθ. ήχου: Στέφανος Τασούλης

 

Μεικτή Χορωδία της Μητροπόλεώς μας, «Υμνωδοί»:

Ιωάννης Γιαζγκουλίδης, Γεώργιος Γυριχίδης, Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης, Δαμιανός Κουρτσόπουλος, Γεώργιος Σαββουλίδης, Ματθαίος Μεσαριτσίδης, Παναγιώτης Κουσίδης, Δημήτριος Σαμαρίδης, Ηλίας Κουϊμτσίδης, Νικόλαος Μαυρίδης, Κωνσταντίνος Τανίδης, Ευάγγελος Βασιλόγιαννης, Χρήστος Παντελίδης, Νικόλαος Βασιλειάδης, Χαράλαμπος Σιδηρόπουλος, Δημήτριος Μουρατίδης

Πρεσβυτέρα Αναστασία Γυριχίδη, Χρυσάνα Γυριχίδη, Φωτεινή Μαυρίδου, Μαρία Παπαδοπούλου, Μαρία Πιπερίδη, Ευαγγελία Μαυρίδου, Αργυρώ Τσοκάνη, Σοφία Μεσαριτσίδου, Αυγή Κιαχοπούλου, Καλλιόπη Εραλίδη, Αικατερίνη Καρβουνίδου, Μαρία Παναγιωτίδου, Ελένη Αντεκελίδη, Ελισάβετ Λαζαρίδη, Σόνια Παπαδοπούλου, Ισιδώρα Τσοκάνη, Χρυσοβαλάντου Νεανίδη, Ιουλία Τσοκάνη, Ευρίκλεια Κουρτσοπούλου,, Θεοδώρα Σαββουλίδου, Αναστασία Σιδηροπούλου

Σύνολο δράματος, αφήγησης και απαγγελίας «Λυδία»:

Παναγιώτης Παπαδόπουλος, Σάββας Πετρίδης, Ιωάννης Μελετίδης, Γεώργιος Κεσσόπουλος, Ελισάβετ Δαμιανίδου, Αθηνά Κωνσταντινίδη, Μαρία Παπαδοπούλου, Διακόνισσα Αφροδίτη Μουρατίδου, Αγγελική Παπασπύρου, Αναστασία Παπαδοπούλου, Ελένη Κουγιουμτζίδου, Χριστίνα Κουσίδου, Μαρία Κωνσταντινίδη, Αναστασία Σπυριδοπούλου, Σιμέλα Παπαδοπούλου, Ιωάννα Μαντά, Νίκη Μαντά, Ελένη Μεσαριτσίδου, Αικατερίνη Πετσαλίδη, Γαβριέλα Μεσαριτσίδου, Ανδρέας Κόλλιας, Χρυσόστομος Νεανίδης, Μιχαήλ Κωνσταντινίδης, Νικόλαος Πετσαλίδης, Κυριακή Νεανίδη, Αρέθα Μαντά, Ειρήνη Κόλλια, Μαρία Μαντά, Ηλιάνα Μεσαριτσίδου, Θεοτόκης Μεσαριτσίδης

Τεχνική υποστήριξη ήχος & φώτα: Axon Sound

Βιντεοσκόπηση-σκηνοθεσία/παραγωγή: Αντώνης Βουτσάς

Σχέδιο γραφιστικής: Κωνσταντίνος Καμενίδης

Στούντιο ηχοληψίας: Ιωάννης Μιχαηλίδης, Studio "ΗΡΑ"

Εκτύπωση εντύπων: "Art Colour"

Βοηθ. ενδυματολογία: Ελένη Μεσαριτσίδου, Σοφία Εκκλή, Σοφία Μεσαριτσίδου

και το

Το Χορευτικό Σωματείο «Παναγία Σουμελά» του Δήμου Θέρμης

Ἐγκύκλιος περὶ Γάμου καὶ Διαζυγίου

Δευτέρα11Νοέμβριος2019

Ἐγκύκλιος περὶ Γάμου καὶ Διαζυγίου

Ἀριθμός Πρωτ. 2957

Ἐν Ἀθήναις, 24-10/06-11-2019

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ
Περὶ Γάμου καὶ Διαζυγίου

Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ Πατέρες καὶ Ἀδελφοί,
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·

ΕΝΑ ἀπὸ τὰ Μυστήρια τῆς ἁγίας Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας εἶναι καὶ τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου, τὸ ὁποῖο καλεῖται «Μέγα» (Ἐφ. 5:32). Πρόκειται γιὰ τὴν εὐλογία τοῦ ἑκουσίου καὶ ἰσοβίου δεσμοῦ τῶν συζύγων, ἑνὸς ἀνδρὸς καὶ μιᾶς γυναικός, μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε ὁ ἔγγαμος βίος τους νὰ ἐξαγιασθεῖ χάριν ἀλληλοβοήθειας στὴν κοινὴ ζωὴ καὶ χριστιανική τους πορεία, ὅπως καὶ χάριν γεννήσεως νομίμων τέκνων καὶ χριστιανικῆς διαπαιδαγωγήσεώς τους.

 Γάμος εἶναι ὁδὸς ποὺ ὁ Θεὸς συνέστησε γιὰ ἐπίτευξη τοῦ τελικοῦ καὶ ὕστατου σκοποῦ τῆς δημιουργίας καὶ ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι ὁ Ἁγιασμὸς (βλ. Λευϊτ. 20:7, 26, Α΄ Πέτρ. 1:16).

Τὸ Μυστήριο περιγράφεται μὲ σαφήνεια στὴν Ἁγία Γραφή: «ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν» (Γεν. 2:24, Ματθ. 19:5-6, Ἐφ. 5:31). Ἐν τούτοις, ἀποτελεῖ μέσον καὶ ὄχι αὐτοσκοπό, γιὰ τὴν κατόρθωση τῆς τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς σωτηρίας του, καὶ ὄχι βέβαια τῆς ἐκτροπῆς καὶ ἀπωλείας του. Ἕνα πολὺ σημαντικὸ μέσον, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἀπορρέουν σπουδαῖα ἀγαθὰ γιὰ τὴν ζωὴ καὶ εὐλογία τοῦ ἀνθρώπου (τεκνογονία, συντροφικότητα, ἀσφάλεια, προστασία, ἀλληλοσυμπλήρωση, κοινωνία κ.λπ.). Καὶ τοῦτο, ὥστε μὲ τὴν βοήθεια τῆς θείας Χάριτος ὁ βίος τῶν συζύγων μέσα στὴν πνευματικότητα καὶ καθαρότητά του νὰ μοιάζει καὶ νὰ προτυπώνει τὸν πνευματικὸ γάμο τοῦ πιστοῦ, ὅπως καὶ τῆς Ἐκκλησίας, μὲ τὸν Νυμφίο Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος συμμετέχει μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ στὴν δημιουργικὴ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ εἰκόνα τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὴν Ἐκκλησία.

πάρχει ἱεράρχηση στὸν Γάμο, ἡ ὁποία ὅταν δὲν λαμβάνεται ὑπ’ ὄψιν προξενεῖ δυσλειτουργίες καὶ προβλήματα. Ὁ ἄνδρας τίθεται ὡς κεφαλή, καὶ σὰν τὸν Χριστὸ ἀγαπᾶ μέχρι θυσίας τὴν γυναίκα καὶ τὴν οἰκογένειά του, ἐνῶ ἡ γυναίκα ὡς ἰσότιμο μέλος, ποὺ ἔχει κληθεῖ στὴν ἀπόλαυση τῶν αὐτῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, ὀφείλει νὰ ἐπιδεικνύει τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ὑποταγὴ στὸν ἄνδρα της. Καὶ ἔτσι ἀποτελοῦν εὐλογημένη συζυγία, μία «κατ’ οἶκον ἐκκλησία», ὅπου βασιλεύει ἡ εἰρήνη καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καὶ ὅπου τὰ παιδιὰ ποὺ στέλνει ὁ Θεὸς γίνονται ἀποδεκτὰ ὡς τὰ πιὸ πολύτιμα δῶρα Του καὶ οἱ πιὸ ἐμφανεῖς καὶ πολύτιμες ἀποδείξεις τῆς ἀγάπης τῶν συζύγων.

 ἀγάπη τοῦ ἀνδρογύνου, ὡς ἀδιάπτωτη ὁμόνοια ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀποκτᾶ ἐν Χριστῷ πληρότητα καὶ τελειότητα καὶ γίνεται ἀδιάλειπτη καὶ παντοτινή. Μὲ τὰ ἅγια Μυστήρια καὶ τὶς Ἀρετὲς τρέφεται καὶ ζωοποιεῖται, ὥστε οἱ σύζυγοι ὡς μία ψυχὴ καὶ ἕνα σῶμα νὰ συνεργοῦν ἀπὸ κοινοῦ στὴν αὔξηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν καλυτέρευση τῆς κοινωνίας. Ὁ ἀκατάλυτος δεσμός τους ἔχει τόση σημασία καὶ βαρύτητα, ὥστε ὁ Κύριός μας νὰ ἀποκλείει ἐντελῶς τὸ ἐνδεχόμενο τοῦ χωρισμοῦ καὶ τῆς διασπάσεως: «ὅ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω» (Ματθ. 19:6, Μάρκ. 10:9). Καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τονίζει: «γυναῖκα ἀπὸ ἀνδρὸς μὴ χωρισθῆναι... ἄνδρα γυναίκα μὴ ἀφιέναι» (Α΄ Κορ. 7:10-11).

Γιὰ νὰ συμβεῖ αὐτό, δὲν ἀρκεῖ ἡ ἀνθρώπινη καλὴ θέληση. Γιὰ τὴν ἐνεργοποίηση τῆς θείας δωρεᾶς γιὰ πρόοδο καὶ ἐπιτυχία, ἀπαιτεῖται μὲν συνεχὴς ἀνθρώπινη προσπάθεια, ἀλλὰ κυρίως ἐπίκληση τῆς θείας ἐνισχύσεως καὶ βοηθείας. Μόνον ἐν Χριστῷ ἕνα ἀληθινὰ ἀγαπημένο ἀνδρόγυνο ἐπιθυμεῖ τὴν τελειότητα στὴν ἀγάπη, διότι μόνον ἡ Χάρη Του παρέχει τὴν δυνατότητα ἐκπληρώσεως ἑνὸς τόσο ὑψηλοῦ στόχου. Μόνον ὁ Χριστὸς μεταμορφώνει τὶς σχέσεις, ὅπως μετέτρεψε τὸ νερὸ σὲ κρασὶ στὸν Γάμο τῆς Κανᾶ, τὶς ἐμβαθύνει καὶ ἀποκαθαίρει ἀπὸ τὸν κίνδυνο νὰ ἐκτραποῦν σὲ ἁμαρτία καὶ βεβήλωση. Μόνον Αὐτὸς λυτρώνει ἀπὸ τοὺς κλυδωνισμοὺς τῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι κτυποῦν ἀπὸ διάφορες κατευθύνσεις, ἐσωτερικὰ καὶ ἐξωτερικά, τὴν πορεία καὶ τὴν σχέση ἀκόμη καὶ τοῦ πιὸ ἀγαπημένου ἀνδρογύνου.

***

Τὸ ἀδιάλυτον τοῦ Γάμου αἴρεται κατὰ φυσικὸ λόγο μόνον ἀπὸ τὸν θάνατο. Σωματικὰ μόνον ἐπέρχεται χωρισμός, ἀφοῦ τὸ ἕνα μέρος μεταβαίνει στὴν ἄλλη ζωή. Τὸ ἕτερο μέρος ποὺ παραμένει στὴν παροῦσα ζωὴ θὰ πρέπει κανονικὰ νὰ ἔχει τὴν αἴσθηση ὅτι ἡ συζυγία δὲν ὑφίσταται μὲν στὴν ἄλλη ζωὴ ὅπως τὴν γνωρίζουμε ἐδῶ, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ κοινωνία τοῦ ζεύγους ἔχει αἰώνια προοπτική, ἀφοῦ ὁλοκληρώνεται στὴν αἰωνιότητα, ὡς κοινωνία ἀληθινῆς ἀγάπης καὶ ἑνότητος. Στὴν ἄρση τῶν Στεφάνων στὴν Ἀκολουθία τοῦ Γάμου παραδίδουμε αὐτοὺς στὸν Θεό, γιὰ νὰ τοὺς «ἀναλάβει» στὴν Βασιλεία Του, δηλώνοντας ἀκριβῶς αὐτὴ τὴν οὐσιώδη ἀλήθεια.

ν τούτοις, στὴν περίπτωση χηρείας ὅταν συντρέχουν σοβαροὶ λόγοι γιὰ σύναψη ἄλλου Γάμου, τότε αὐτὸς εἶναι ἐπιτρεπτὸς καὶ ἐκκλησιαστικὰ ἀποδεκτός, ἔστω καὶ ἄν δὲν εἶναι κάτι τὸ ὑποχρεωτικὸ καὶ ἐπιβεβλημένο. Ἄλλωστε καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος προτείνει, γιὰ παράδειγμα, οἱ νεώτερες χῆρες καλύτερα νὰ ὑπανδρεύονται, γιὰ ἀποφυγὴ σκανδαλισμῶν καὶ σαρκικῶν ἐκτροπῶν ἀπὸ ἀπρόσεκτη συμπεριφορὰ (Α΄ Τιμ. 5:14).

***

ς πρὸς τὸ Διαζύγιο, γνωρίζουμε ὅτι στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος ἐπέτρεπε στὸν ἄνδρα ἄν ἔβρισκε κάτι «ἄσχημον» στὴν γυναίκα του ποὺ δὲν τὸ ὑπέφερε, νὰ τῆς δίδει «βιβλίον ἀποστασίου», δηλαδὴ διαζύγιο (Δευτ. 24:1-4). Ὅμως, ἀκόμη καὶ τότε ἔπρεπε νὰ ἐπικαλεσθεῖ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα, διότι διαφορετικὰ τοῦ ἐπιβαλλόταν πρόστιμο καὶ μὴ δυνατότητα χωρισμοῦ. Τὸ ἤθη ἦταν πολὺ αὐστηρὰ καὶ τὸ διαζύγιο ἐθεωρεῖτο «μισητὸ» ἀπὸ τὸν Θεὸ (Μαλ. 2:13-16). Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Νόμος διέτασσε: «οὐ μοιχεύσεις» (Ἐξ. 20:13) καὶ «οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου... οὔτε τὴν παιδίσκην αὐτοῦ» (Δευτ. 5:18, 21).

 Κύριος στὴν περίοδο τῆς Χάριτος σὲ σχετικὴ ἐρώτηση τῶν Μαθητῶν Του ἐπιβεβαίωσε γιὰ τὸ ἀκατάλυτον τοῦ Γάμου καὶ ὑπενθύμισε ὅτι ἄν εἶχε ἐπιτραπεῖ τὸ διαζύγιο («βιβλίον ἀποστασίου») ἦταν γιὰ τὴν σκληροκαρδία καὶ βαρβαρότητά τους, πρὸς ἀποφυγὴν ἀκόμη καὶ φόνων. Μόνον σὲ συζυγικὴ ἀπιστία ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιο [«παρεκτὸς λόγου πορνείας» (Ματθ. 5:32)], ἀλλὰ καὶ πάλι ὄχι ὑποχρεωτικά, διότι ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ἐπιτρέπει τὸν χωρισμὸ σὲ περίπτωση ποὺ τὸ ἀπατημένο μέρος δὲν δύναται νὰ ὑποφέρει αὐτὸ ποὺ συνέβη καὶ βεβαίως καθόλου δὲν τίθεται ἐδῶ τὸ ἐνδεχόμενο συνάψεως νέου Γάμου. Πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση αὐτὴ δὲν τίθεται ἄμεσο θέμα ἀδείας γιὰ σύναψη δευτέρου Γάμου, ἐν ἀναμονῇ μετανοίας τοῦ ὑπαιτίου καὶ πιθανῆς διαλλαγῆς. Καὶ μόνον ἄν τοῦτο δὲν ἐπιτυγχάνεται, τότε ἄδεια γιὰ δεύτερο Γάμο δύναται κανονικὰ νὰ λάβει μόνον τὸ ἀθῶο μέρος καὶ ὄχι τὸ ἔνοχο. Διότι ἐκεῖνο ὀφείλει νὰ θρηνεῖ διὰ βίου γιὰ τὴν πτώση του (Βλ. Σχόλια στὸν 48ο Ἀποστολικὸ Κανόνα τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου Ἁγιορείτου).

Πάντως, ὅταν τὸ Διαζύγιο κρίνεται ἀναπόφευκτο, ἐκδίδεται ὑπὸ προϋποθέσεις. Ἀπὸ παλαιὰ στὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἀναίτιο καὶ ὄχι τὸ ἔνοχο μέρος ὑπέβαλε σχετικὴ αἴτηση στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Ἀρχή, ὥστε ἡ ὑπόθεση νὰ ἐξετασθεῖ καὶ νὰ καταβληθεῖ προσπάθεια συμφιλιώσεως ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο. Μόνον σὲ ἀποτυχία τούτου ἐξεδίδετο Διαζύγιο. Ἡ πράξη αὐτὴ ἦταν καὶ κανονικὰ εἶναι ἀποκλειστικὴ ἁρμοδιότητα τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Δικαστηρίου ὅπου κανεὶς ἐξωγενὴς παράγοντας δὲν παρενέβαινε καὶ κανονικὰ δὲν παρεμβαίνει.

ν τούτοις, ἡ ἔκδοση ἐκκλησιαστικοῦ Διαζυγίου ἐθεωρεῖτο ἀνέκαθεν πράξη ἀποτροπιαστική. Στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ὁ δεύτερος Γάμος ἀκόμη μάλιστα καὶ γιὰ τοὺς ἐν χηρείᾳ διατελοῦντας, ἀπεκαλεῖτο «εὐπρεπὴς μοιχεία» (Ἀπολογητοῦ Ἀθηναγόρου, «Πρεσβεία [Ἀπολογία] περὶ Χριστιανῶν», § 33, ΒΕΠΕΣ τ. 4, σελ. 308). 

ς πρὸς τὴν ἀπαγόρευση Διαζυγίου χάριν συνάψεως νέου Γάμου, ὁ 48ος Ἀποστολικὸς Κανόνας εἶναι σαφής: «Εἴ τις λαϊκὸς τὴν ἑαυτοῦ γυναίκα ἐκβαλών, ἑτέραν λάβοι, ἢ παρὰ ἄλλου ἀπολελυμένην, ἀφοριζέσθω». Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ἄν κάποιοι χωρίσουν ὄχι γιὰ ἀπιστία συζυγική, καὶ συνάψουν ἄλλη σχέση, πρέπει νὰ κανονίζονται ὡς μοιχοὶ ἕως ὅτου μετανοήσουν (ἤτοι 7 ἔτη ἀκοινωνησίας κατὰ τὸν 87ο Κανόνα τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, 20ὸ τῆς Ἀγκύρας καὶ 77ο τοῦ Μ. Βασιλείου).

 113ος Κανόνας τῆς Καρθαγένης λέγει ὅτι τὰ ἀνδρόγυνα ποὺ χωρίζουν ἄνευ πορνείας/μοιχείας, ἢ πρέπει νὰ μένουν πλέον ὡς ἔχουν ἀνύπανδρα, ἢ νὰ διαλλαγοῦν. Τοῦτο βέβαια ἀπηχεῖ τὴν Ἁγιογραφικὴ διδασκαλία, ὅτι ἄν ἡ γυναίκα χωρίζεται ἀπὸ τὸν ἄνδρα της νὰ μείνει ἄγαμη. Ἄν δὲν μπορεῖ, τότε νὰ συμφιλιώνεται μὲ τὸν ἄνδρα της. Καὶ ὁ ἄνδρας νὰ μὴν ἀφήνει τὴν γυναῖκα του (Α΄ Κορ. 7:10-11).

Αὐτὸς ποὺ θὰ χωρίσει τὴν γυναίκα του ὄχι γιὰ συζυγικὴ ἀπιστία γίνεται αἴτιος, ὡς ἠθικὸς αὐτουργός, νὰ θεωρεῖται ἐκείνη μοιχαλίδα ἄν ὑπανδρευθεῖ ἄλλον (Ματθ. 5:31-32). Ὅπως καὶ αὐτὴ ποὺ θὰ ἀφήσει τὸν ἄνδρα της γιὰ νὰ πάρει ἄλλον (Μάρκ. 10:12).

 Κυριακὸς λόγος εἶναι ἀπολύτως αὐστηρός: «Πᾶς ὁ ἀπολύων τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ γαμῶν ἑτέραν μοιχεύει, καὶ πᾶς ὁ ἀπολελυμένην ἀπὸ ἀνδρὸς γαμῶν μοιχεύει» [Καθένας ποὺ χωρίζει τὴν γυναῖκα του καὶ νυμφεύεται ἄλλη, διαπράττει μοιχεία, καὶ καθένας ποὺ νυμφεύεται διαζευγμένη ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, διαπράττει μοιχεία] (Λουκ. 16:18). Τὸ σαφέστατο συμπέρασμα εἶναι ὅτι οἱ διαζευγμένοι ποὺ ξαναπαντρεύονται (ἐκτὸς τῆς προαναφερθείσης περιπτώσεως συζυγικῆς ἀπιστίας) λογίζονται κανονικὰ ὡς μοιχοί.

Στὴν ἀπαγόρευση Διαζυγίου συντείνει ἰδιαιτέρως καὶ ὁ σημαντικὸς λόγος ὑπάρξεως τέκνων, καὶ μάλιστα ἀνηλίκων· τοῦτο ἰσχύει ἀκόμη καὶ γιὰ ὅσους ἢ ὅσες ἐπιθυμοῦν τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Γάμου «προφάσει ἀσκήσεως».

Στὰ σοβαρὰ προβλήματα, τὰ ὁποῖα ὑφίστανται στοὺς Γάμους καὶ κάποτε τοὺς κλονίζουν συθέμελα, ἡ σύσταση τῆς Ἐκκλησίας στὰ ζεύγη καὶ μάλιστα στὶς γυναῖκες εἶναι αὐτὴ τῆς Ὑπομονῆς (βλ. 9ο Κανόνα Μ. Βασιλείου) ὅ,τι καὶ ἄν ὑποφέρει τὸ ἕνα μέρος ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἀκόμη καὶ δαρμοὺς καὶ ἀδικίες καὶ κατασπατάληση περιουσίας/προίκας, ἕως καὶ αὐτὴ τὴν περίπτωση τοῦ δαιμονισμοῦ!

ξαίρεση γίνεται μόνον σὲ ἰδιαίτερα ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅταν γιὰ παράδειγμα ἔχουμε ἀποδεδειγμένα ἐπιβουλὴ κατὰ τῆς ζωῆς, ἤτοι ἀπόπειρα φονεύσεως ἑνὸς μέρους ἀπὸ τὸ ἄλλο, ἢ κάποιον ἄλλο λόγο ποὺ ἀπαντᾶται στὴν Κανονιστικὴ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας (αἵρεση, συγγένεια σαρκικὴ ἢ πνευματική, μοναχικὴ ἀφιέρωση ἐκ συμφώνου, «ἀφάνεια» μακρᾶς διαρκείας, ἐγκατάλειψη συζυγικῆς ἑστίας, αἰχμαλωσία, προαγωγὴ σὲ μοιχεία, ἐπιβουλὴ σωφροσύνης παρὰ φύσιν, ψευδὴς κατηγορία γιὰ δῆθεν διάπραξη μοιχείας, συγκατοίκηση μὲ παλλακίδα, ἄμβλωση παρὰ τὴν ἀντίθεση τοῦ ἄλλου μέρους).

Λόγῳ λοιπὸν ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἀδυναμίας τελεῖται σὲ κάποιες περιπτώσεις δεύτερος Γάμος καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ ζήτημα αὐτὸ ἐπεδείκνυε μὲν σχετικὴ συγκατάβαση καὶ ἐλαστικότητα, στὸ πνεῦμα τῆς Οἰκονομίας, χωρὶς βεβαίως καὶ νὰ καταστρατηγεῖ τὶς βασικὲς Ἁγιογραφικὲς καὶ Κανονικὲς ἀρχὲς γιὰ τὸ εὐαίσθητο αὐτὸ ζήτημα.

μως, ὁ δεύτερος Γάμος καὶ στὶς λίγες ἐκεῖνες περιπτώσεις ποὺ εἶναι ἐπιτρεπτός, ἐκλαμβάνεται ὡς τελούμενος «κατὰ συγχώρησιν», χωρὶς νὰ εἶναι κατὰ πάντα εὔλογος καὶ ἀκατηγόρητος. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, ὅποιος τελέσει ἀκόμη καὶ δικαιολογημένα δεύτερο Γάμο δέχεται τὸ ἐπιτίμιο τῆς ἀκοινωνησίας ἐπὶ ἕνα ἤ δύο ἔτη (4ος Κανόνας Μ. Βασιλείου). Ἐπίσης, ὁ δίγαμος κανονικὰ δὲν στεφανώνεται (2ος Κανόνας Ἁγίου Νικηφόρου Κων/λεως), ἄν καὶ στὰ ἐν χρήσει Εὐχολόγια προβλέπεται στέψη ἀκόμη καὶ σὲ αὐτὴ τὴν περίπτωση, οὔτε καὶ ὁ Πρεσβύτερος ποὺ εὐλογεῖ τὸν Γάμο αὐτὸ παρακάθεται ἐν συνεχείᾳ στὸ γαμήλιο δεῖπνο (7ος Κανόνας Νεοκαισαρείας), διότι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συγχαίρει σὲ κάτι τὸ ὁποῖο ἐπιτιμᾶται.

Στὴν συνάφεια αὐτὴ εἶναι σκόπιμο νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιὰ τοὺς ἀφιερωμένους στὸν Θεὸ Μοναχοὺς καὶ Μοναχὲς ὁ Γάμος ἀπογορεύεται ἐντελῶς, ἀκόμη καὶ ἄν αὐτοὶ ἀποβάλλουν τὸ σχῆμα τῆς Μετανοίας (6ος Μ. Βασιλείου καὶ 16ος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), οἱ δὲ ἔγγαμοι Ἱερεῖς καὶ Διάκονοι δὲν δύνανται νὰ συνάψουν δεύτερο Γάμο ἀκόμη καὶ σὲ περίπτωση χηρείας ἤ καὶ καθαιρέσεως ἀπὸ τὴν Ἱερωσύνη (26ος Ἀποστολικός, 6ος καὶ 44ος Κανόνες Μ. Βασιλείου καὶ 6ος τῆς ΣΤ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου).

 δὲ τρίτος Γάμος, ποὺ ὑπάρχει ἀκόμη καὶ αὐτός, θεωρεῖται «παρανομία» κατὰ τὸν Ἅγιο Γρηγόριο Θεολόγο, ἤ «πορνεία κεκολασμένη» κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο («συνεσταλμένη» τὴν ἀποκαλεῖ ὁ Ἅγιος Νικόδημος Ἁγιορείτης). Ὁ τρίγαμος λαμβάνει ἐπιτίμιο 5 ἐτῶν ἀκοινωνησίας (3ος Κανόνας Νεοκαισαρείας, 4ος Μ. Βασιλείου) καὶ κατόπιν ἐπιτρέπεται νὰ κοινωνεῖ τρεῖς μόνον φορὲς ἐτησίως.

***

λα αὐτὰ ὑπενθυμίζονται στὸν Κλῆρο καὶ τὸν Λαὸ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὄχι γιὰ νὰ προξενήσουν κάποιον φόβο ἤ δυσφορία νομικῆς καὶ σχολαστικῆς φύσεως, ἀλλὰ γιὰ νὰ διακηρυχθεῖ ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδό μας ἡ σωστικὴ Εὐαγγελικὴ καὶ Κανονικὴ ἀκρίβεια ὡς πρὸς τὰ σοβαρὰ θέματα τοῦ Γάμου καὶ τοῦ Διαζυγίου, διότι ὑπάρχει ἐν πολλοῖς ἄγνοια σὲ βασικὰ πράγματα τῆς Πίστεώς μας, ὅπως ἐπίσης καὶ προσπάθεια κάποτε παρακάμψεως ὅσων ἰσχύουν μὲ κριτήρια κοσμικὰ καὶ ἐξω-εκκλησιαστικά.

Στὴν ἐποχή μας γνωρίζουμε ὅτι ἡ σαρκολατρία κατακυριεύει ἐν πολλοῖς ἐγγάμους καὶ ἀγάμους καὶ αὐτὸ προβάλλεται μὲ κάθε τρόπο καὶ μέσον στὴν σύγχρονη πραγματικότητα ὡς φυσικὸ καὶ ἀποδεκτὸ ἤ ἀκόμη καὶ ὡς ἀναγκαῖο (!), οἱ ἐκκλησιαστικὲς ἀρχὲς Πίστεως καὶ Ἤθους κλονίζονται συθέμελα, οἱ σχέσεις δοκιμάζονται, ἡ οἰκογένεια πλήττεται μὲ κάθε τρόπο ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα καὶ συνοχή της. Γι’ αὐτὸ καὶ εἶναι ἐπιτακτικὴ ἡ ἀνάγκη ἐμμονῆς στὰ παραδεδομένα πάσῃ θυσίᾳ καὶ προφυλάξεως ἀπὸ τὴν πτώση στὰ ἀπογορευμένα.

Οἱ ἀνεπίτρεπτες οἰκονομίες, συγκαταβάσεις καὶ παραβάσεις μπορεῖ νὰ φαίνονται ὅτι «ἀναπαύουν» τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι συνήθως καὶ τὰ ἁμαρτωλὰ θελήματά τους ἐπιθυμοῦν νὰ ἱκανοποιοῦν, καὶ τὰ πάθη τους νὰ ἀμνηστεύουν, ἀλλὰ καὶ τὸν καθησυχασμὸ τῆς συνειδήσεώς τους νὰ λαμβάνουν, δὲν εἶναι ὅμως δυνατὸν νὰ ἔχουν τὴν θεία ἔγκριση καὶ εὐλογία, οὔτε βεβαίως νὰ παρέχουν τὴν ψευδαίσθηση τῆς ἐξασφαλίσεως αἰωνίου σωτηρίας.

Ζοῦμε σὲ ἐποχὴ κατὰ τὴν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ τραγικότητα τοῦ «αὐτομάτου» καὶ τοῦ «συναινετικοῦ» διαζυγίου. Ἡ Πολιτεία μὲ συνοπτικὲς διαδικασίες λύει πλέον πάρα πολὺ εὔκολα καὶ γρήγορα ἀπὸ νομικῆς πλευρᾶς τοὺς Γάμους, ἀκόμη καὶ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι τελέσθηκαν κανονικῶς ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας. Καὶ τοῦτο, διότι οἱ ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ οἱ θεωρούμενοι ὡς πιστὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἀπώλεσαν ἐν πολλοῖς τὸ «μέτρο» καὶ «κριτήριο» τῶν ἐπιλογῶν τους. Ἀντὶ γιὰ τὸν αἰώνιο Θεὸ καὶ τὸν ἀκατάλυτο Λόγο καὶ Νόμο Του, ὑπερισχύουν οἱ θελήσεις καὶ τὰ πάθη τῶν ἀνθρώπων, ἡ ἀνυπονησία, ἡ διάθεση καταβάσεως ἀπὸ τὸν σταυρό, ἡ ἐγκατάλειψη τῶν εὐθυνῶν, ἡ διασάλευση τῶν ἰσορροπιῶν, ἡ ἐπικράτηση αὐτοῦ ποὺ ἱκανοποιεῖ καὶ ὄχι αὐτοῦ ποὺ πρέπει.

 εὔκολη προσφυγὴ εἶναι στὰ δικαστήρια, στὶς κοσμικὲς ἀρχὲς γιὰ «λύση» τοῦ Γάμου, ὥστε μετὰ οἱ ἐκκλησιαστικὲς Ἀρχὲς νὰ ἀναγκασθοῦν, μὲ εἰσαγγελικὴ μάλιστα παραγγελία καὶ πρὸ τετελεσμένου εὑρισκόμενες, νὰ «ἐπικυρώσουν» καὶ πνευματικὰ αὐτὸ ποὺ «ἐπιτεύχθηκε» κοσμικά! Οἱ ὅροι ἔχουν δυστυχῶς ἀντιστραφεῖ. Πρῶτα ἔπρεπε, ὅπως γινόταν πάντοτε, νὰ καταβληθεῖ προσπάθεια ἐκκλησιαστικὴ γιὰ ἀποσόβηση τοῦ μοιραίου, καὶ μόνον ἄν τοῦτο ἀποτύγχανε ἐπανειλημμένα, μόνον τότε θὰ ἦταν δυνατὴ ἡ ἔναρξη διαδικασίας λύσεως τοῦ Γάμου. Ἄν ἡ περαιτέρω συμβίωση τοῦ ζεύγους κριθεῖ ἀπὸ τοὺς Πνευματικοὺς πατέρες τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς μὴ δυνατὴ καὶ ὁ χωρισμὸς ἀναπόφευκτος, τότε μὲ συνοχὴ καρδίας καὶ ὀδύνη βαθύτατη ἐκδίδεται ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους Ἀρχιερεῖς ἐκκλησιαστικὸ Διαζευκτήριο.

ς πρὸς τὴν δυνατότητα τελέσεως δευτέρου Γάμου, εἶναι ἀνάγκη νὰ γίνεται προσεκτικὴ ἔρευνα γιὰ τὸ ἐπιτρεπτὸν ἤ μὴ τούτου κατὰ περίπτωσιν, καὶ ἄν συντρέχει πράγματι ἀνάγκη -γιὰ τὴν πρόληψη τῶν χειροτέρων- νὰ δίδεται τέτοια ἄδεια, τότε αὐτὸ θὰ πρέπει νὰ ἀποτελεῖ ὄντως ποιμαντικὴ οἰκονομία καὶ ὄχι προφανῆ παρανομία, ἡ ὁποία μόνον ἐπιβάρυνση ἐπιφέρει καὶ ὄχι ἀνάπαυση καὶ εὐλογία Ἁγιοπνευματικὴ στοὺς ἐμπλεκομένους. 

***

Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά·

Εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη νὰ φροντίσουμε νὰ καταρτισθοῦμε, Κλῆρος καὶ Λαός, στὴν ὀρθὴ ἐπίγνωση τόσο τῶν εὐλογιῶν, ὅσο καὶ τῶν ὑποχρεώσεων ποὺ ἐπιφέρει τὸ Μυστήριο τοῦ Γάμου σὲ ὅσους τὸ ἐπιλέγουν, ὥστε νὰ διαφυλάσσεται πάσῃ θυσίᾳ ἡ ἱερότητά του καὶ τὸ ἀνεπίτρεπτον τῆς διασπάσεώς του, ἀφοῦ δόθηκε παρὰ Θεοῦ ὡς ὁδὸς σωτηρίας, ἔστω καὶ δύσκολης καὶ μαρτυρικῆς, καὶ ὄχι ἀπωλείας. Ἡ ἄρνηση αὐτῆς τῆς ὁδοῦ ἀκόμη καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα μέλος, παρὰ πιθανὸν τὴν θέληση τοῦ ἑτέρου, ἴσως διότι δὲν συνέβη ἡ ἀπαραίτητη μετάβαση ἀπὸ τὸ «ἐγὼ» στὸ «ἐμεῖς», συνιστᾶ μία τραγωδία ἤ καὶ προδοσία μὲ πάρα πολὺ σοβαρὲς συνέπειες καὶ στὴν παροῦσα ζωὴ καὶ στὴν μέλλουσα.

σο δύσκολες καὶ φαινομενικὰ διάφορες καὶ ἄν εἶναι οἱ σύγχρονες συνθῆκες ζωῆς, ἡ οὐσία τῶν πραγμάτων δὲν ἀλλάζει, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ Φωνὴ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀλλοιώνονται οὔτε προσαρμόζονται σὲ σχέση μὲ τὶς ἐφάμαρτες συνήθειες καὶ παραβάσεις τῶν ἀνθρώπων· διότι αὐτὸ ποὺ δεικνύουν καὶ προστατεύουν εἶναι ἡ ἀληθινὴ φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ θεοείδεια καὶ αἰώνια σωτηρία του, καὶ ὄχι ἡ συγκατάβαση στὴν ἔκπτωση καὶ ἀπείθειά του, παρὰ τὴν φιλάνθρωπη Οἰκονομία ποὺ ἐφαρμόζεται κατὰ περίπτωση γιὰ τὴν διαφύλαξη καὶ ἀνόρθωση τοῦ πεσμένου καὶ ὄχι γιὰ τὴν ἀποδοχὴ καὶ «νομιμοποίηση» τοῦ μὴ ἐπιτρεπτοῦ.

Εἴθε ἡ Χάρη τοῦ Κυρίου ἡμῶν νὰ μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἐπίγνωση τοῦ θείου θελήματος στὴν ζωή μας καὶ στὴν συνεπῆ ἐπιτέλεσή του, πρὸς σωτηρίαν αἰώνιον. Ἀμήν!

Η ΙΕΡΑ ΣΥΝΟΔΟΣ

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος
† Ὁ Ἀθηνῶν ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΣ

Τὰ Μέλη
† Ὁ Λαρίσης καί Πλαταμῶνος ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ
† Ὁ Εὐρίπου καὶ Εὐβοίας ΙΟΥΣΤΙΝΟΣ
† Ὁ Πειραιῶς καὶ Σαλαμῖνος ΓΕΡΟΝΤΙΟΣ
† Ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ
† Ὁ Θεσσαλονίκης ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ
† Ὁ Δημητριάδος ΦΩΤΙΟΣ
† Ὁ Τορόντο ΜΩΫΣΗΣ
† Ὁ Ἀµερικῆς ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
† Ὁ Φιλίππων καὶ Μαρωνείας ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
† Ὁ Ὠρωποῦ καὶ Φυλῆς ΚΥΠΡΙΑΝΟΣ
† Ὁ Μεθώνης ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
† Ὁ Λούνης ΣΙΛΟΥΑΝΟΣ
† Ὁ Γαρδικίου ΚΛΗΜΗΣ
† Ὁ Ἔτνα καὶ Πόρτλαντ ΑΥΞΕΝΤΙΟΣ
† Ὁ Βρεσθένης ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ
† Ὁ Θεουπόλεως ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ 
† Ὁ Πελαγονίας ΜΑΞΙΜΟΣ

Τελευταία Νέα

Αναζήτηση

Copyright 2013-2022 Ἱερά Μητρόπολις Ἀττικῆς καί Βοιωτίας - Powered & designed by MXcom
Free Joomla! templates by AgeThemes