Ανεξικακία είναι η εκούσια αποχή από οποιαδήποτε μορφή κακίας η οποία παραμένει ανεπηρέαστη ανεξάρτητα από το εξωτερικό περιβάλλον. Όλο το Ιερό Ευαγγέλιο αποτελεί ένα διαχρονικό κήρυγμα ανεξικακίας καθώς μας διδάσκει απέναντι σε κάθε στεναχώρια και θλίψη, απέναντι στον πόλεμο του πλησίον και την διάθεση του να μας βλάψει, να προβάλλουμε όχι τον πόλεμο, ούτε την αντεπίθεση, αλλά το ιερό ζεύγος των αρετών, την Αγάπη και την Συγχώρεση. Αυτά είναι τα αληθινά όπλα του Χριστιανού.
Τι κι αν είμαστε 50 ή 60 χρόνια στην Εκκλησία αν με την παραμικρή ευκαιρία αποστασιοποιούμαστε και «κρατάμε μούτρα» στον αδερφό μας που μας έθιξε τον εγωισμό, ή αν δίχως δεύτερη σκέψη προσαρμόζουμε το Ευαγγέλιο ώστε να είναι κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα μας όταν αισθανόμαστε αδικημένοι; Ας γνωρίζουμε ότι όλα αυτά τα χρόνια εκκλησιασμού, νηστείας και κόπων απέβησαν μάταια, διότι ο οίκος που επιχειρήσαμε να ανεγείρουμε είχε σαθρό θεμέλιο, την επιφανειακή «ευσέβεια».
Ο αληθινός Χριστιανός γνωρίζει ότι πρέπει να νικά το κακό δια του καλού, γιατί μόνο με αυτόν τον τρόπο μιμείται πραγματικά τον Κύριο, ο Οποίος «οὐ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν». Κανείς μας δεν θα ήθελε έναν Θεό τιμωρό, διότι ακόμη και το μικρό σφάλμα θα είχε ως αποτέλεσμα την ολέθρια καταστροφή μας. Εάν, λοιπόν, εμείς οι δούλοι, αν και επιβαρυμένοι με τόσα σφάλματα, επιζητούμε την καλοσύνη του Θεού, πολύ περισσότερο δεν έχουμε καθήκον να επιδείξουμε την ανάλογη καλοσύνη προς τους συνανθρώπους μας, ανεξάρτητα από την προς εμάς καλή ή κακή συμπεριφορά τους;
-Μα, θα πει κάποιος, εφόσον ο πλησίον μου με εχθρεύεται, με πολεμά διαρκώς και με αδικεί, δεν πρέπει κι εγώ να αμυνθώ τον εαυτό μου;
Την απάντηση μας δίνει ο προφητάναξ Δαβίδ, ο βασιλιάς που υπέστη μύριους πολέμους για χάρη της δικαιοσύνης: «Εταράχθην και ουκ ελάλησα. Φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, φωνῇ μου πρὸς τὸν Θεόν, καὶ προσέσχε μοι».
Σε έβρισε ο πλησίον; Εσύ να μην τον βρίσεις.
Σε έπτυσε ο πλησίον; Εσύ να μην τον πτύσεις.
Σκοπεύει να σε κτυπήσει ο πλησίον; Απομακρύνσου και φρόντισε εσύ να μην τον κτυπήσεις, παρά μόνο να επικαλεσθείς τον Θεό.
Τι πιο σώφρον και φιλοσοφημένο από το να αφήνουμε τον εαυτό μας ελεύθερο από κάθε αντίδραση και να επικαλούμαστε την βοήθεια του Παντοδύναμου Θεού; Εκείνος έχει την δύναμη τόσο να μας προστατέψει, όσο και να φωτίσει εκείνους που μας πολεμούν.
Διπλό, λοιπόν είναι το όφελος της ανεξικακίας. Από τη μια εμείς διατηρούμε την καλή πνευματική μας κατάσταση κάνοντας το Θέλημα του Θεού, ενώ από την άλλη ο «εχθρός» βλέπει την ειρηνική μας διάθεση και την χριστομίμητη πραότητα μας, συνειδητοποιεί την ήττα του, ότι, δηλαδή, δεν μπορεί να επιβληθεί πάνω μας, και τελικά μεταμελείται.
Κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον ανεξίκακο. Το γεγονός αυτό δηλώνει ότι ο ανεξίκακος είναι ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος, που τρέχει δίχως κίνδυνο στην οδό προς την Ανάσταση. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος αφού καθαρίσθηκε από κάθε κακία στο σκληρό στάδιο της Καθάρσεως, κατέκτησε την αδιάλειπτη προσευχή μέσω του Φωτισμού του νου, έχοντας προσηλωμένους τους ψυχικούς οφθαλμούς στην πολυπόθητη Θέωση, την προσωπική του ένωση με τον Θεό.
Ενώ η ζωή του ανεξίκακου ανθρώπου είναι πλημμυρισμένη από την ευωδία του Αγίου Πνεύματος, η ζωή του μνησίκακου είναι ένας φαύλος κύκλος δυστυχίας, καθώς ο ταλαίπωρος δεν αναπαύεται όπου υπάρχει η εν Θεώ χαρά. Πάντοτε θέλει να δημιουργεί ταραχές και να διαλύει την ειρήνη. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος δεν έχει μάθει να συγχωρεί τον αδελφό του και για αυτό μισεί την Κυριακή Προσευχή, γνωστή και ως «Πάτερ ημών», καθώς ελέγχεται η συνείδηση του όταν φθάνει στο σημείο: «ἄφες ἡμῖν τά ὀφειλήματα ἡμῶν ὡς καί ἡμεῖς ἀφίεμεν τοῖς ὀφειλέταις ἡμῶν». Η συντροφιά του μνησικάκου αποτελείται από ομοίους του, διότι κάθε άλλη τάξη ανθρώπων τον έχει αποχωριστεί για το μέγεθος της κακίας του. Όσοι έφυγαν από τον μνησίκακο, βρήκαν καταφύγιο στην αγκαλιά του ανεξίκακου, του οποίου η εσωτερική καλοσύνη αλλοιώνει μέχρι και την όψη του, καθιστώντας τον πνευματικό μαγνήτη που έλκει προς αυτόν κάθε άνθρωπο.