«Πρὸ ἓξ ἡμερῶν τοῦ πάσχα ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς Βηθανίαν, ὅπου ἦν Λάζαρος ὁ τεθνηκώς, ὃν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν. ἐποίησαν οὖν αὐτῷ δεῖπνον ἐκεῖ, καὶ ἡ Μάρθα διηκόνει· ὁ δὲ Λάζαρος εἷς ἦν ἐκ τῶν ἀνακειμένων σὺν αὐτῷ. ἡ οὖν Μαρία, λαβοῦσα λίτραν μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτίμου, ἤλειψε τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ καὶ ἐξέμαξε ταῖς θριξὶν αὐτῆς τοὺς πόδας αὐτοῦ»
Ευγνωμοσύνη είναι η διαρκής ενθύμηση της ευεργεσίας, η οποία σαν φλόγα αγάπης καίει την ψυχή του ευεργετημένου και τον ωθεί να κάνει το παν για να ευχαριστήσει τον ευεργέτη του, είτε πρόκειται για τον Θεό, είτε για κάποιον άνθρωπο. Η φλόγα αυτή καίει την συνείδηση του ανθρώπου με αποτέλεσμα να μην του επιτρέπει να σφάλλει απέναντι στον ευεργέτη του, διατηρώντας τον αγνό και φωτεινό.
Η ευγνωμοσύνη συμπορεύεται με την ταπείνωση, γεγονός που αποδεικνύεται από την ως άνω ευαγγελική περικοπή, όπου βλέπουμε την αδελφή του Αγίου Λαζάρου, Μαρία, όχι μόνο να προσφέρει δείπνο στον Κύριο ως ένδειξη ευχαριστίας για την ανάσταση του αδερφού της, αλλά και να του εκφράζει την αίσθηση του χρέους της απέναντι Του αλείφοντας τα πόδια Του με πολύτιμο μύρο και, στη συνέχεια, σκουπίζοντας τα με τα ίδια της τα μαλλιά, δίχως να ντραπεί τους υπόλοιπους καλεσμένους.
Η ένδειξη ευγνωμοσύνης προς τον Θεό είναι το κλειδί που ανοίγει τις πόρτες όλων των αρετών και όλων των αγαθών πραγμάτων. Το κλειδί αυτό μπορεί κανείς εύκολα να το αποκτήσει, αρκεί να αναλογισθεί με ταπείνωση τις ευεργεσίες του Θεού στο ανθρώπινο γένος, οι οποίες είναι τόσο μεγάλες που δύνανται να νικήσουν το φιλότιμο ακόμη και του σκληρόκαρδου. Οι ευεργεσίες αυτές περικλείονται όλες μαζί σε ένα Σύμβολο∙ εκείνο που αξιωθήκαμε να προσκυνήσουμε στη μέση της Σαρακοστής, το Σύμβολο του Σταυρού. Ποιός είναι άραγε εκείνος που δεν θα αφιέρωνε και τη ζωή του ακόμη στην υπηρεσία εκείνου του ευεργέτη ο οποίος -λόγου χάριν- του εξόφλησε το οικονομικό χρέος, σώζοντας την οικογένεια του; Εάν, λοιπόν, ο καθένας θα έπραττε έτσι, πόση ευγνωμοσύνη αρμόζει στον Θεό, ο Οποίος αν και δεν είχε να κερδίσει κάτι από εμάς, τους παραβάτες της εντολής Του, εντούτοις μας αγάπησε τόσο ώστε καταδέχθηκε να λάβει σάρκα εντός μιάς φτωχικής φάτνης, να υπομείνει την περιφρόνηση των χοϊκών ανθρώπων, να βιώσει την αχαριστία, την προδοσία, τον φθόνο, να δικαστεί, να καταδικαστεί σιωπηλός σε θάνατο, να υβρισθεί, να μαστιγωθεί, να φορέσει ακάνθινο στεφάνι, να Σταυρωθεί για να λυτρώσει όχι μια οικογένεια, αλλά σύμπασα την ανθρωπότητα και όχι από μια οικονομική καταστροφή, αλλά από τον αιώνιο θάνατο; Πράγματι, είναι αληθές εκείνο που διαβάζουμε στην Δ' Στάση των Χαιρετισμών της Παναγίας μας: «ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ᾠδάς, ἂν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν». Τίποτα δεν είναι άξιο να προσφέρουμε ως αντάλλαγμα για τις πλούσιες δωρεές του Θεού. Παρά ταύτα εμείς, ως Χριστιανοί, οφείλουμε να ανταποδίδουμε με τις όποιες δυνάμεις μας την ευεργεσία. Και τότε, πάλι η Χάρις του Θεού θα μας ανταμείψει.
Συγκλονιστική, πράγματι, η αρετή της ευγνωμοσύνης. Λαμβάνεις την ευεργεσία, δείχνεις την πρέπουσα έμπρακτη ευχαριστία και ανταμείβεσαι λαμβάνοντας κι άλλη ευεργεσία. Ας θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων και ας μιμηθούμε τον δούλο εκείνο που ο Θεός του εμπιστεύθηκε τα πέντε τάλαντα. Αισθάνθηκε ο μακάριος τόσο δέος για την τιμή που του προσέφερε ο Κύριος με αποτέλεσμα να εργαστεί με ζήλο και υπευθυνότητα για να μην στενοχωρέσει τον ευεργέτη του, αλλά να τον ευχαριστήσει. Τα πέντε, λοιπόν, τάλαντα τα έκανε δέκα. Τότε, ο Θεός επαίνεσε την ευγνωμοσύνη του και την ανάλογη εργασία του με αποτέλεσμα να του δώσει άλλο ένα τάλαντο. Ο άνθρωπος αυτός, ο ευγνώμων, έλκει την Χάρη του Θεού, η οποία του φωτίζει το πρόσωπο και τον καθιστά συμπαθή προς πάντας. Δεν παρουσιάζει ίχνος καχυποψίας και ζήλειας για τα αγαθά του πλησίον, αλλά ευχαριστεί τον Θεό. Για αυτό, ποτέ στη ζωή του δεν στερείται πνευματικών και υλικών αγαθών και διαβαίνει την επίγεια πορεία του με πολλή χαρά και σίγουρα βήματα προς τον Ουρανό. Ο ευγνώμων άνθρωπος αποδεικνύει ότι είναι άξιος πάσης ευεργεσίας, ενώ ο Άγιος Νεκτάριος είναι κατηγορηματικός για τον ευγνώμονα: «ο Θεός θα τον τιμήσει».
Ο ευγνώμων προσομοιάζει στους Αγίους Αποστόλους. Εκείνοι, έλαβαν από τον Κύριο την δωρεά του Αγίου Πνεύματος, από ψαράδες έγιναν πάνσοφοι διδάσκαλοι των λογικών προβάτων της οικουμένης, έκαναν θαύματα, σαγήνεψαν πλήθη, αλλά ποτέ δεν θεώρησαν δικό τους το έργο. Εκείνοι μόνοι τους ήταν αδύναμοι. Η χάρις του Θεού τους ήταν που ενεργούσε δι αυτών τα τεράστια. Το γνώριζαν αυτό καλά οι Απόστολοι, για αυτό όλη τους η ζωή, η γεμάτη θλίψεις και πίκρες ήταν ένας διαρκής αγώνας να ανταποδώσουν στον Θεό την τιμή και την εμπιστοσύνη που τους έδειξε.
Συν τοις άλλοις, η ευγνωμοσύνη περικλείει τεράστια δύναμη που πολλές φορές οι άνθρωποι αγνοούν∙ είναι ικανή να καταστήσει τον άνθρωπο συνεργό στο ποιμαντικό έργο της Εκκλησίας αλλά και σε κάθε άλλη αγαθή πράξη. Πώς; Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Με μονάχα μια ζεστή λέξη, βγαλμένη απ' την καρδιά∙
«ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».
Δεν κάνουμε χάρη στον ευεργέτη μας όταν του λέμε αυτή την αγιοπνευματική λέξη. Είναι καθήκον μας. Διαφορετικά, είναι σαν να μας δίνει ο Θεός ένα πολύτιμο μαργαριτάρι και εμείς να το πετάμε στον ωκεανό. Μας δίνει, δηλαδή, ο Θεός την δυνατότητα με μια απλή ένδειξη ευγνωμοσύνης να διογκώσουμε το έργο της Εκκλησίας -το οποίο αποσκοπεί στην σωτηρία των ψυχών μας- στηρίζοντας ηθικά τους ευεργέτες ώστε να συνεχίσουν με περισσότερο ζήλο γνωρίζοντας ότι οι πράξεις τους τυγχάνουν αγαθής υποδοχής. Ας αξιοποιήσουμε αυτή την δυνατότητα. Δεν κοστίζει.
Στο σημείο αυτό αξίζει να επισημανθεί ότι ο πραγματικά ευγνώμων δεν είναι ευγνώμων μόνο στις ευεργεσίες, τις άμμεσες τουλάχιστον, αλλά και στις θλίψεις οι οποίες παραχωρούνται από τον Θεό για να μας δοκιμάσουν και μέσα από την δοκιμασία να μας χαρίσουν αγαθά ουσιαστικώτερα από αυτά που θα θέλαμε να λάβουμε. Το λέει, άλλωστε, και ο Απόστολος Παύλος: «ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε», και στις χαρές, αλλά και στις λύπες.