Ὁ Ἄρχοντας τῆς πίστεώς μας, Δεσπότης Χριστός, κατὰ τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο, λίγη ὥρα πρὶν τὴν φρικτὴ προδοσία τοῦ Ἰούδα, γνωρίζοντας ὅτι ἔμελλε νὰ χωρισθεῖ ἀπὸ τοὺς Ἱεροὺς Ἀποστόλους, εἶπε: «ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοὶ μαθηταί ἐστε, ἐὰν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ιω. 13,35). Ἂν τὸ καλοσκεφτοῦμε, διαπιστώνουμε τὸ λογικὸ τοῦ εὐαγγελικοῦ αὐτοῦ χωρίου: ὁ Χριστός μας ἀποτελεῖ τὸν κατ᾽ ἐξοχὴν Διδάσκαλο τῆς εἰλικρινοῦς, ἄδολης, ἀνιδιοτελοῦς, ἀπροϋπόθετης, ἀπροσωπόληπτης ἀγάπης. Ἡ διδακτικὴ μέθοδός Του δὲν περιλαμβάνει, ἀσφαλῶς, μόνο τοὺς λόγους, ἀλλὰ καὶ -κυρίως- τὸ βίωμα. Χάρην τῆς ἀγάπης γιὰ τὸ πλάσμα Του, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔλαβε ἀνθρώπινη σάρκα καί, προκειμένου νὰ μᾶς λυτρώσει ἐκ τῶν τοῦ Ἅδου δεσμῶν, δὲν δίστασε μέχρι καὶ τὸ πικρὸ ποτήριο τοῦ σταυρικοῦ θανάτου νὰ γευθεῖ. Ἑπομένως, ὅποιος διαχρονικὰ ἐπιθυμεῖ νὰ λέγεται καὶ νὰ εἶναι μαθητὴς Ἐκείνου, ὀφείλει νὰ πράττει σύμφωνα μὲ τὴν παρακαταθήκη τοῦ Διδασκάλου: ἀγάπη Ἐκεῖνος; Ἀγάπη κι ἐμεῖς. Ἂν λέμε ὅτι εἴμαστε μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ πόρρω ἀπέχουμε ἀπὸ τὸ παράδειγμά Του, δὲν εἶναι ἑπόμενο νὰ χαρακτηρισθοῦμε ψεῦτες καὶ νὰ γελοιοποιηθοῦμε; Ἀντιθέτως, ὅταν οἱ χριστιανοὶ ἐκφράζουμε ἀγάπη -πρωτίστως- μεταξύ μας, τότε οἱ ἄνθρωποι θὰ βλέπουν πόσο μεγάλη εὐλογία εἶναι νὰ ἀνήκει κάποιος στὴ χορεία τῶν τοῦ Χριστοῦ μαθητῶν καί, ὅσοι καλοπροαίρετοι, θὰ μαγνητισθοῦν καὶ θὰ ἀκολουθήσουν.
Ἴσως κάποιος ἀναρωτηθεῖ: ἔχει ὄντως τόση δύναμη ἡ χριστιανικὴ ἀγάπη, ὥστε νὰ μπορεῖ νὰ ἑλκύσει πρὸς αὐτὴν ἀκόμη καὶ τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας; Βεβαίως καὶ ἔχει! Γιὰ ἕναν ἁπλούστατο λόγο· καὶ ὁ πιὸ σκληρὸς ἄνθρωπος στὴ γῆ, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν τὸ παραδέχεται, ἔχει ἀνάγκη τὴν ἀγάπη. Τέτοιος δὲν ἦταν ὁ Ζακχαῖος; Δίχως ἴχνος αἰσχύνης κατέκλεβε τοὺς συμπολίτες του, καταχραζόμενος τὸ ἐπάγγελμα τοῦ τελώνη, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι νὰ τὸν μισοῦν. Καὶ ἦρθε μιὰ στιγμὴ ὁ Κύριος καὶ τοῦ προσέφερε ἁπλόχερα αὐτὸ ποὺ πάντοτε ποθοῦσε, τὴν ἀγάπη. Αὐτὸ ποὺ ἀκολούθησε ἦταν ἡ μεταμόρφωση· ὁ Ζακχαῖος ἔγινε ἀπὸ ἄγριος, ἅγιος.
Ὡς βαπτισμένοι στὸ ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, καὶ ἐμεῖς φέρουμε πάνω μας αὐτὴ τὴν Χάρη, τὴ δύναμη τῆς μεταμόρφωσης τοῦ ἑαυτοῦ μας καὶ τοῦ περιβάλλοντός μας. Ἔχουμε τὴν δύναμη ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ κάνουμε τὰ ἀδύνατα δυνατά, ἀκόμη καὶ τὰ βουνὰ νὰ ἰσοπεδώσουμε. Γιὰ νὰ ἐνεργοποιηθεῖ, ὅμως, ἡ δύναμη αὐτή, πρέπει ὁ τρόπος ζωῆς μας νὰ συμβαδίζει μὲ τὸ Βάπτισμά μας. Ἂν λέμε ὅτι ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ ἐνῶ δὲν ἀγαποῦμε, τότε μάλλον παραμένουμε γυμνοὶ τῆς θείας στολῆς. Ναί, ἀλλὰ ἂν τουλάχιστον νηστεύουμε, ἐκκλησιαζόμαστε, προσευχόμαστε, ὁμολογοῦμε τὸν Θεὸ καῖ τηροῦμε ὅλες τὶς ἐντολές; Πάλι γυμνοὶ παραμένουμε, καθὼς ρητὰ καὶ ξεκάθαρα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς διδάσκει μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο ὅτι μέγιστη ἐντολὴ στὴν ὁποῖα κρέμεται ὅλος ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. Ἡ νηστεία, ἡ προσευχή, ὁ ἐκκλησιασμὸς καὶ ἡ τήρηση ὅλων τὰ παραδεδομένων λαμβάνουν ἀξία καὶ νόημα ὅταν ἔχουν ὡς σκοπὸ τὴν ἐσωτερικὴ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης. Ὅταν θεωροῦνται ὡς αὐτοσκοπός, τότε στεροῦνται νοήματος καὶ δηλώνουν τυπολατρεία.
Ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε, ἡ μέγιστη ἐντολὴ τῆς ἀγάπης ἔχει δύο κατευθύνσεις: τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον. «Ἀγαπῶ τὸν Θεὸ» σημαίνει ὅτι ζῶ γιὰ νὰ ἐκτελῶ μὲ προθυμία τὶς ἐντολές Του, μιμούμενος τὸ παράδειγμά Του. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, «ἀγαπῶ τὸν πλησίον σὰν τὸν ἑαυτό μου», σημαίνει ὅτι ὅπως ἐπιθυμῶ γιὰ μένα τὴν σωτηρία, ἔτσι τὴν ἐπιθυμῶ καὶ γιὰ τὸν συνάνθρωπό μου, γιὰ αὐτὸ καὶ ὅπως προτρέπω τὸν ἑαυτό μου στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, ἔτσι προτρέπω καὶ τὸν ἀδερφό μου· ὅπως ἐλέγχω ἐμένα ὅταν ἁμαρτάνω, γιὰ νὰ βελτιωθῶ, ἔτσι, ὅταν ὁ ἀδερφός μου σφάλλει, δὲν χαίρομαι μὲ τὸ σφάλμα του, ἀλλὰ διακριτικὰ καὶ μὲ εὐγένεια τὸν ἐλέγχω πρὸς ὄφελος τῆς ψυχῆς του.
Ἐδὼ μπορεῖ νὰ γίνει ἡ διάκριση μεταξὺ ἀγάπης καὶ ἀγαπολογίας. Ἀγαπολογία εἶναι νὰ λέω σὲ κάποιον μόνο μὲ τὰ λόγια πὼς τὸν ἀγαπῶ, ἀλλὰ ἐσωτερικὰ νὰ μὴν ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὸ καλὸ τῆς ψυχῆς του. Μάλιστα, αἰτία μίας τέτοιας συμπεριφορᾶς εἶναι, συνήθως, ἡ ἐξυπηρέτηση κάποιου σκοποῦ, ἡ ἐξασφάλιση κάποιου κέρδους. Ἀντιθέτως, ἀγάπη εἶναι ὅταν εἰλικρινὰ ἐνδιαφέρομαι γιὰ τὴν σωτηρία κάποιου καὶ δὲν διστάζω νὰ τοῦ μιλήσω ἂν σφάλει, προκειμένου νὰ τὸν διορθώσω, ὅπως π.χ. πράττουν οἱ γονεῖς μὲ τὰ παιδιά τους ὅταν τὰ βλέπουν νὰ παίζουν μὲ τὰ μαχαίρια.
Ὀρθῶς ἔγινε ἡ διευκρίνιση ὅτι ὅταν ὁ ἀδερφός μου σφάλλει πρέπει νὰ μὴν χαίρομαι, διότι ὑπάρχει τὸ φαινόμενο ἄνθρωποι νὰ χαίρονται μὲ τὸ σφάλμα τοῦ συνανθρώπου, πράγμα ὄχι χριστιανικό. Ὁ Χριστὸς μᾶς διδάσκει τὴν ὀρθὴ ἀντιμετώπιση, λέγοντας ὅτι ἐὰν σφάλει ὁ ἀδερφός μου πρέπει νὰ τὸν ἐλέγξω πρόσωπο μὲ πρόσωπο, κατὰ μόνας. Ἐὰν μὲ παρακούσει, τότε νὰ παραλάβω ἀκόμη ἕναν ἢ δύο. Ἐὰν πάλι παρακούσει, τότε νὰ ἀπευθυνθῶ στὴν Ἐκκλησία. Ἐὰν καὶ τὴν Ἐκκλησία παρακούσει, τότε νὰ τὸν θεωρῶ σὰν τὸν ἐθνικὸ καὶ τὸν τελώνη. Πάντως, ἀκόμη καὶ τότε νὰ μὴν τὸν κατακρίνω, διότι τὸ τέλος τοῦ καθενὸς εἶναι ἄδηλο καὶ κρύφιο: ἐκεῖνος ποὺ κατακρίνω μπορεῖ νὰ κοιμηθεῖ ἐν μετανοίᾳ, ἐνῶ ἐγὼ ἐν ἁμαρτίᾳ. Γιὰ αὐτό, προτιμότερη εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ ἡ προσοχή.
Στὸ πλαίσιο αὐτῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον ἐντάσσεται καὶ τὸ ρητὸ τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου: «χαίρειν μετὰ χαιρόντων καὶ κλαίειν μετὰ κλαιόντων» (Ρωμ. 12,15). Εὐκολότερο ἀπὸ τὰ δύο εἶναι, ἀσφαλῶς, τὸ δεύτερο. Ὁ πόνος τοῦ συνανθρώπου μας συνήθως μᾶς προκαλεῖ πόνο καὶ μᾶς προτρέπει νὰ τοῦ συμπαρασταθοῦμε, ἐνῶ ἡ χαρὰ τοῦ ἄλλου συνήθως προξενεῖ τὸν φθόνο. Αὐτὸ συμβαίνει ἂν δὲν ἔχουμε καταφέρει νὰ ἀγαπήσουμε τὸν πλησίον μας σὰν τὸν ἑαυτό μας, διότι ἂν αὐτὸ ἴσχυε, τότε θὰ χαιρόμασταν μὲ τὴν χαρὰ τοῦ ἄλλου σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ προσωπική μας χαρά. Ἄν, πάλι, ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ δὲν ἔχουμε καταφέρει τίποτα καὶ εἴμαστε σὲ ἐπίπεδο ἀκόμη καὶ νὰ χαιρόμαστε μὲ τὸν πόνο τοῦ ἀδερφοῦ μας, τότε, ὀφείλουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε ὅτι, δυστυχῶς, εἴμαστε πολὺ μακριὰ ἀπὸ τὸν Πανάγαθο Θεό.
Πράγματι, ἡ σχέση μας μὲ τὸν Θεὸ εἶναι ἀνάλογη μὲ τὸν βαθμὸ τῆς ἀγάπης μας πρὸς τὸν πλησίον. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, «ἐκεῖνος ποὺ λέει ὅτι ἀγαπᾶ τὸν Θεό, ἀλλὰ μισεῖ τὸν ἀδερφό του, εἶναι ψεύτης· πώς γίνεται νὰ μὴν ἀγαπᾶ κάποιος τὸν ἄνθρωπο, τὸν ὁποῖο βλέπει, καὶ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο δὲν βλέπει;».
Ἀπὸ τὰ παραπάνω φαίνεται ὅτι σὲ πολλὲς περιπτώσεις ὑπάρχει δυσκολία -ἂν ὄχι ἀπροθυμία- ἔκφρασης ἀγάπης πρὸς τὸν πλησίον. Αὐτὴ ἡ ἀδυναμία τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀγαπήσει πηγάζει ἀπὸ τὸν ἐγωισμό. Ὅταν πιστεύω ὅτι εἶμαι ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς ἄλλους, αὐτομάτως εἰσέρχεται μέσα μου καὶ ἡ ἔννοια τοῦ δικαιώματος: ἐφόσον εἶμαι ἀνώτερος, ἀξίζω νὰ μὲ ἀγαποῦν, ἀξίζω νὰ μὲ ὑπηρετοῦν. Ἔτσι, πού διάθεση γιὰ θυσία καὶ ὑπηρεσία πρὸς τὸν συνάνθρωπο; Ἐφόσον νομίζω ὅτι εἶμαι ἀνώτερος, αὐτομάτως λαμβάνω καὶ τὸ δικαίωμα νὰ κατακρίνω τοὺς ὑπολοίπους. Ὅταν δῶ ὅτι κάποιος εἶναι ἱκανός, αἰσθάνομαι ἀπειλή, πιστεύω πὼς κινδυνεύω νὰ χάσω τὴν ὑψηλή μου θέση. Ἑπομένως, χρησιμοποιῶ ἀθέμιτα μέσα γιὰ νὰ τὸν ρίξω, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν πέσει, προσπαθῶ νὰ χαλάσω τὴν εἰκόνα του καὶ ἔτσι νὰ ἀποφύγω τὴν ἀπειλὴ ὅτι μπορεῖ κάποιος νὰ θεωρηθεῖ ἀνώτερος ἀπὸ ἐμένα.
Ὁ ἐγωισμὸς ἀποτελεῖ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς, τὴν ὁποία δὲν ἀφήνει νὰ ἀναπνεύσει. Εἶναι ἕνας φαῦλος κύκλος ποὺ προσφέρει, τελικά, τὴν καταστροφὴ τῶν διαπροσωπικῶν σχέσων, τὴν ἀπομόνωση, καὶ τὴν στέρηση ἀγάπης ἀκόμη καὶ ἀπὸ πρόσωπα οἰκεῖα.
Ἀντιθέτως, ὅταν αἰσθάνομαι ἐλάχιστος ὅλων, θεωρῶ ὡς καθῆκον τὴν ὑπηρεσία τῶν συνανθρώπων μου. Ὅταν λάβω κάτι ὡς δῶρο, αἰσθάνομαι εὐγνωμοσύνη. Ὅταν ὑπάρχει ἀνάγκη νὰ θυσιασθεῖ κάποιος, θυσιάζομαι πρῶτος. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος θὰ ἔχει πάντοτε ψυχικὴ ὑγεία καὶ ποτὲ δὲν θα τοῦ λείψει ἡ ἀγάπη. Καθὼς ἔχει τὴν προθυμία νὰ προσφέρει ἀγάπη, θὰ ἔχει ὡς εὐλογία νὰ λαμβάνει ἐπίσης.
Ὑπάρχει, στὴ σύγχρονη ἐποχή, τὸ φαινόμενο ἄνθρωποι νὰ θυσιάζουν τὴν ἀγάπη καὶ νὰ συμπεριφέρονται ἀνάρμοστα ἐπικαλούμενοι διάφορους λόγους πίστης. Κάτι τέτοιο, ὅμως, δὲν προβλέπεται στὴν Ὀρθοδοξία καὶ εἶναι ἀντίθετο μὲ τὸ πνεῦμα τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Χριστὸς εἶπε: «ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτω τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ' ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν» (Μτ. 5,19). Ὅπως οἱ αἱρετικοί, οἱ ὁποῖοι κατέλυσαν ἐντολὲς καὶ ἀλλοίωσαν τὰ δόγματα, ἀνήκουν στοὺς ἐλαχίστους, ἔτσι, στὴν πραγματικότητα, ἐλάχιστοι εἶναι καὶ ὅσοι καταλύουν τὴν μεγίστη τῶν ἐντολῶν· τὴν ἀγάπη.
Τὸ νὰ μὴν συμπεριφέρεται κάποιος μὲ ἀγάπη, εἴτε τὸ θέλει εἴτε δὲν τὸ θέλει, σημαίνει ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, καθὼς ὅπως θεόπνευστα διδάσκει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ» (Α Ιω. 4,16). Εἴθε ἅπαντες νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ ζοῦμε ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἐν τῷ Θεῷ. Αὐτῶ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν.
Καλὴ Σαρακοστή!
† ὁ Ἀττικῆς καὶ Βοιωτίας Χρυσόστομος